Η βελτίωση της οικολογικής απόδοσης μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα προσανατολισμένο στην ανάπτυξη δεν θα σώσει το περιβάλλον.

 Στα δυτικά σύνορα του Montreal στην εύπορη περιοχή του Outremont και στο «υπέρ-χιπστεροποιημένο» και αναβαθμισμένο Mile End απλώνεται μια περιοχή όπου το πανεπιστήμιο του Montreal χτίζει καινούργιες  εγκαταστάσεις. Ακριβώς απέναντι είναι το Park Extension, μια από τις φτωχότερες και πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές και λιμάνι άφιξης για πολλούς μετανάστες.

Το καινούργιο πανεπιστήμιο προωθείται  ως μοντέλο «βιώσιμης ανάπτυξης». Περηφανεύεται για τα κτίρια του με πιστοποίηση Leed περί μείωσης περιβαλλοντικού αποτυπώματος, έχει δομές για συλλογή νερού βροχής, φωτισμό αποδοτικής ενέργειας, ανακυκλούμενη θέρμανση, υποδομές για ηλεκτρικά αυτοκίνητα και μηχανές, πολύ πράσινο και γενικά ελάχιστο  ανθρακικό αποτύπωμα. Τεχνολογικές εταιρείες συμπεριλαμβανόμενης της Microsoft μετακομίζουν σε νέα κτίρια και αναμένεται να αναπτύξουν ακόμη περισσότερο την οικολογική δραστηριότητα της  περιοχής.

Η κρυφή προσδοκία είναι μόλις το πράσινο πανεπιστήμιο ολοκληρωθεί, το κεφάλαιο και η οικονομία θα αρχίσουν να ρέουν στην περιοχή άφθονα.  Αυτό σημαίνει ότι οι κοντινές περιοχές θα «αναζωογονηθούν», ιδιαίτερα οι φτωχότερες όπως το Park Extension.

Οπότε, τα μικρά μπακάλικα μεταναστών ιδιοκτητών, τα κρεοπωλεία χαλάλ και τα κέντρα της κοινότητας σύντομα θα αντικατασταθούν από βίγκαν εστιατόρια, καταστήματα χίπστερ vintage ρούχων, καταστήματα οργανικών τροφών και πληθώρα καφετεριών, καθώς οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα διώχνουν φτωχούς ένοικους για να τα νοικιάσουν στους πιο εύπορους.

Κατά την διαδικασία, η σιωπηρή κοινωνικό-οικονομική βία πίσω από αυτήν την αναβάθμιση θα είναι «πράσινη» και θα παρουσιάζεται ως ανάπτυξη που θα κάνει την περιοχή πιο «βιώσιμη», «όμορφη» και «μοντέρνα».

Δυστυχώς, η δημιουργία μέσω της διάλυσης είναι αυτό που ξέρει να κάνει πολύ καλά ο καπιταλισμός, και οι καταστροφικές πρακτικές του μόνο πράσινες δεν είναι. Αυτή η μαρκετίστικη «βιωσιμότητα» της οικονομικής δραστηριότητας, οι οικολογικές διατροφές και η χιπστεργιά του μοντέρνου καπιταλισμού ενισχύουν την ανισότητα και εξακολουθούν να βλάπτουν το περιβάλλον.

Πριν προχωρήσω περαιτέρω στον ισχυρισμό μου, πρέπει να αναφέρω ότι είμαι ακαδημαϊκός, ζω σε χίπστερ περιοχή του Montreal και έχω δραστηριότητες που ακολουθούν συγκεκριμένη αισθητική νοοτροπία, κάτι που με κάνει μέρος όλου αυτού που κριτικάρω πιο πάνω. Σκοπός μου δεν είναι να ηθικολογήσω αλλά να τονίσω τους κινδύνους ενός πολιτικού και οικονομικού συστήματος που κερδίζει από την εξαπάτηση πιθανά καλοπροαίρετων αυτοαποκαλούμενων προοδευτικών ανθρώπων που πιστεύουν ότι ένας πιο πράσινος επαρκής καπιταλισμός είναι εφικτός.

 Η ψευδαίσθηση της «βιώσιμης ανάπτυξης»

Ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Σύνοδο Κορυφής για την Γη του ΟΗΕ το 1992. Εκείνη την εποχή, οι δυτικές κυβερνήσεις που ενστερνιζόντουσαν τον νεοφιλελευθερισμό είχαν περάσει ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία διαλύοντας συνδικάτα, περιβαλλοντολογικούς κανονισμούς, Κεϋνσιανά προγράμματα πρόνοιας  και αναζητούσαν να εφαρμόζουν τις πρακτικές τους και αλλού, καθώς μεγάλες γεωπολιτικές απειλές της παγκόσμιας και οικουμενικής καπιταλιστικής πορείας ήταν σε πτώση.

Στα πλαίσια αυτής της ανάπτυξης, ανησυχίες για περιβαλλοντολογική υποβάθμιση και κοινωνική ανισότητα άρχισαν να έρχονται στο προσκήνιο και κάτι έπρεπε να γίνει για να αντιμετωπιστούν.

Η «λύση» ήταν να είναι και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος …αυτό σημαίνει παραδόξως, να μετατραπούν οι «κοινωνικές» και «πράσινες» αξίες σε νέες αγορές ανάπτυξης του κεφαλαίου.

Η «βιώσιμη ανάπτυξη» όχι μόνο πρότεινε ότι οι αρνητικές κοινωνικές και περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις ήταν μόνο «εξωτερικότητες»  στο σύστημα που θα μπορούσαν να μειωθούν μέσω ενός μηχανισμού προσανατολισμένου στο κέρδος με βάση την αγορά αλλά υπαινίσσονταν ότι δεν υπάρχει διαφυγή από το νεοφιλελεύθερο αναπτυξιακό μοντέλο.

Έτσι, τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα οριοθετήθηκαν ως θέμα ανεπάρκειας το οποίο θα μπορούσε να λυθεί μέσω της τεχνολογίας και της καλύτερης διαχείρισης των πόρων, εξουδετερώνοντας με αυτόν τον τρόπο την περιβαλλοντολογικά-προσανατολισμένη πολιτική του 1960 και του 1970.

Ένα επιτελείο πολιτικών ειδικών, οικονομολόγων και επιχειρηματιών της Silicon Valley ανέλαβαν το περιβαλλοντολογικό θέμα και το μετέτρεψαν σε άλλη μια επικερδή επιχείρηση, παρουσιάζοντας την ανάπτυξη του καπιταλισμού ως πρόοδο προς ένα πιο «βιώσιμο» μέλλον.

Στην ουσία, η περιβαλλοντολογία ήταν και είναι συνειδητά μη-πολιτικοποιημένη για σκοπούς ανάπτυξης κέρδους.

Μέρος της υπεροπτικής αυτής λογικής που περιβάλλει τον απολιτικ τεχνολογικά εστιασμένο περιβαλλοντολογισμό, επικεντρώνεται στην ιδέα της αποϋλοποίησης της οικονομικής ανάπτυξης μέσω ενός πιο αποτελεσματικού τρόπου ζωής και τεχνολογιών. Αυτό περιλαμβάνει την χρήση σύγχρονών εφαρμογών που εξοικονομούν ενέργεια στο τηλέφωνο σας, την αγορά συσκευών εξοικονόμησης ενέργειας, να ακολουθείτε βίγκαν ή βιολογική διατροφή, και την κατασκευή κτιρίων με χαμηλό περιβαλλοντολογικό αποτύπωμα.

Ενώ αυτές οι βελτιώσεις αποδοτικότητας θα έπρεπε πραγματικά να χειροκροτούνται, δεν αποτελούν λύση στα τεράστια περιβαλλοντολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Αυτό συμβαίνει επειδή τέτοιες «γρήγορες» λύσεις προέρχονται από τις οικονομικές και πολιτικές δομές της κεφαλαιακής ανάπτυξης.

Οι οικονομίες βασισμένες στην ανάπτυξη είναι στην καρδιά των περιβαλλοντολογικών καταστροφών που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Κάνοντας τα προϊόντα μας, τις οικονομικές δραστηριότητες ή τις υποδομές πιο «πράσινες» και πιο αποδοτικές χωρίς σημαντική αναθεώρηση  του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος δεν είναι μακροπρόθεσμη λύση.

Η βελτίωση της αποδοτικότητας  πάντα θα συμπεριλαμβάνει την διατήρηση και μάλιστα  την επέκταση της παραγωγής για να ικανοποιείται η αυξανόμενη ζήτηση. Αυτό εκφράζεται στο λεγόμενο «Παράδοξο του Jevons”, που ονομάστηκε έτσι από τον Εγγλέζο οικονομολόγο του 19ου αιώνα William Stanley Jevons, ο οποίος ανακάλυψε ότι η αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας οδηγούσε παράλληλα σε μεγάλη ζήτηση (άρα η κατανάλωση των πόρων αυξάνεται λόγω της αυξανόμενης ζήτησης, δεν μειώνεται).

Σήμερα το «φαινόμενο της υποτροπής» παρατηρείται σε όλους τους οικονομικούς τομείς, καθώς τα κέρδη από την καλύτερη αποδοτικότητα επενδύονται στην τροφοδότηση περαιτέρω ανάπτυξης. Η μεγαλύτερη αποδοτικότητα των αεροπλάνων, των αυτοκινήτων και των ηλεκτρονικών συσκευών αντισταθμίζεται αμέσως με φθηνότερες τιμές, που έχει ως αποτέλεσμα αύξηση στην ζήτηση και τελικά μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας και πόρων. Μέσα στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα που ζούμε, η βελτίωση της αποδοτικότητας σε ένα μέρος συχνά συμβαίνει σε βάρος της αυξημένης αναποτελεσματικότητας  ή της σπατάλης για άλλους.

Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο αποδοτικοί είμαστε, τόσο πιο φτηνή γίνεται η κατανάλωση και σε μια οικονομία που βασίζεται στην αχαλίνωτη ανάπτυξη, τόσο περισσότερο καταναλώνουμε και σπαταλούμε. Το περιβάλλον θα είναι πάντα ο χαμένος της υπόθεσης.

Δουλεύοντας «πράσινα»

Όταν ο καπιταλισμός συμπλέει με βελτιώσεις απόδοσης προσανατολισμένες στην ανάπτυξη, ένα αποτέλεσμα είναι η φοβερή χίπστερ «πράσινη τεχνολογία» που βλέπουμε να ξεπηδάει σε πόλεις παντού στον κόσμο όπως και το Montreal.

Οι επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας, μαζί με τα επαγγέλματα της «δημιουργικής τάξης» όπως καλλιτέχνες, μουσικοί, ακαδημαϊκοί, γραφίστες, κ.λπ., συχνά συγκεντρώνονται σε μέρη όπου η βαριά βιομηχανία και η παραγωγή γενικότερα μετατοπίζονται αλλού, στην ίδια χώρα ή στο εξωτερικό. Αντί να παράγουν πρώτες ύλες ή να κατασκευάζουν αγαθά, επικεντρώνονται στην παροχή ειδικών πληροφοριών .

Όσοι επιχειρηματολογούν ότι η ανάπτυξη μπορεί να συμπλέει με μια αποϋλοποιημένη οικονομική δραστηριότητα είναι πεπεισμένοι ότι οι τομείς των υπηρεσιών της γνώσης και της δημιουργίας έχουν λιγότερο περιβαλλοντολογικό αντίκτυπο  από όσους ασχολούνται με την αγροτική βιομηχανία ή την παραγωγή (οι λεγόμενες «βρώμικες» δουλειές). Είναι όμως η οικονομία του τομέα των υπηρεσιών καθαρότερη ή πιο πράσινη;

Όχι ιδιαίτερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πόροι που χρειάζονται για να λειτουργήσουν, βασικά εξαρτώνται από την βιομηχανική παραγωγή και την εντατική γεωργία σε περιοχές που βρίσκονται όλο και πιο μακριά από την περιοχή που δραστηριοποιούνται και συχνά έχουν σημαντικές περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις και εκμεταλλευτικές εργασιακές πρακτικές.

Ας πάρουμε τον τομέα της πληροφορικής και την οικονομική της εξάρτηση από την τεχνολογία για παράδειγμα. Στην δουλειά τους, οι δημιουργικές τάξεις χρησιμοποιούν και βασίζονται στην μαζική κατανάλωση συγκεκριμένων τεχνολογικών προϊόντων, των οποίων οι πρώτες ύλες προέρχονται από κατεστραμμένα μέρη εξαιτίας πολέμων όπως η Δημοκρατία του Κονγκό και μετά συναρμολογούνται σε μέρη όπως η Κίνα όπου οι εργάτες αντιμετωπίζουν δυσχερείς εργασιακές συνθήκες και ανεπαρκή αμοιβή.

Οι συσκευές υψηλής τεχνολογίας μπορεί να διαφημίζονται ως πολύ αποδοτικές, αλλά η μεγάλη και γρήγορη ανάπτυξη της βιομηχανίας τεχνολογιών πληροφορίας δεν έχει μόνο αυξήσει την ζήτηση για υλικούς πόρους, αυξάνοντας επικίνδυνες εξορύξεις σε  αναπτυσσόμενες χώρες αλλά έχουν αυξήσει δραστικά και την κατανάλωση ενέργειας. Μέχρι το 2020, η IT (Τεχνολογία Πληροφοριών) θα χρησιμοποιεί το 20% της παγκόσμιας ενέργειας ηλεκτρισμού, συμβάλλοντας έτσι στις εκπομπές άνθρακα.

H βιομηχανία αυτή παράγει ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ηλεκτρονικών απορριμμάτων (e-waste) – το γρηγορότερα αυξανόμενο κύμα στερεών απορριμμάτων της εποχής μας – τα οποία μεταφέρονται με πλοία σε αναπτυσσόμενες χώρες όπου μολύνουν το περιβάλλον και σκοτώνουν τους εργάτες που τα ανακυκλώνουν.

Η πράσινη τεχνολογία μπορεί να προωθείται ως ελαφριά σε σχέση με την παραγωγή, την αγροτική βιομηχανία ή τις εξορύξεις πρώτων υλών μόνο επειδή βασίζεται σε προϊόντα που παράγονται αλλού, συνήθως εκτός συνόρων. Αλλά η εκμετάλλευση της «βρώμικης παραγωγής» στο εξωτερικό ώστε τα κρατικά αρχεία να δείχνουν «καθαρά» δεν την καταστεί περισσότερο πράσινη.

Πράγματι, το γεγονός ότι το Montreal δεν είναι θαμμένο σε σωρούς ηλεκτρονικών απορριμμάτων δεν έχει να κάνει με το αν η πόλη είναι «πράσινη» αλλά έχει να κάνει με τις πρακτικές της Καναδικής κυβέρνησης να αποστέλλει στο εξωτερικό τα απορρίμματα.

Τρώγοντας «πράσινα»

Τα τελευταία χρόνια, ο βιγκανισμός έχει απορροφηθεί στην δημιουργία κέρδους της «πράσινης» οικονομίας.  Η αύξηση της δημοτικότητάς του είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Αυτό που παραδοσιακά ήταν μια ανατρεπτική και  αντικαθεστωτική μορφή αντίστασης στην παγκόσμια βιομηχανία τροφής και των τρομερά βάναυσων πρακτικών της στα ζώα έγινε μια όλο και αυξανόμενη πηγή εσόδων.

Ο λόγος που ο βιγκανισμός έγινε τάση είναι εξαιτίας του τρόπου που παρουσιάστηκε – με  στρατηγική που όλοι κερδίζουν  – Είναι καλό για την υγεία σου, είναι καλό για τον πλανήτη και είναι καλό για τα ζώα! Τι να μην αγαπήσεις από αυτό; Πραγματικά, δεν υπάρχει κάτι που να μην αγαπήσεις στον βιγκανισμό.

Αλλά το να είσαι βίγκαν σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία δεν σε σώζει από το «φαινόμενο της υποτροπής».

Σύμφωνα με τον ερευνητή του Oxford, Marco Springmann, αν ολόκληρος ο κόσμος γίνει βίγκαν μέχρι το 2050, θα εξοικονομούνταν 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια από κονδύλια που χρησιμοποιούνται τώρα για την υγεία και τις ζημιές από τις επιπτώσεις στο κλίμα, καθώς οι εκπομπές του θερμοκηπίου θα μειώνονταν κατά 2/3.

Αλλά σε μια καπιταλιστική οικονομία, τέτοιο πλεόνασμα δεν θα το άφηναν ποτέ ανεκμετάλλευτο. Θα επανεπενδύονταν σε περαιτέρω ανάπτυξη, η οποία πάλι θα κατανάλωνε πόρους, θα εκμεταλλεύονταν εργάτες, θα παρήγαγε απορρίμματα και θα έκανε ζημιά στο περιβάλλον με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Μια αυξανόμενη ζήτηση σε βίγκαν προϊόντα θα ήταν καταστροφική για την βιοποικιλότητα εξαιτίας της εξάρτησης της σε μονοκαλλιέργειες φυτών και φρούτων (ιδιαίτερα της σόγιας). Θα απαιτούσε την μετατροπή γης σε καλλιεργήσιμη  κόβοντας δάση και αύξηση της κατανάλωσης νερού για την γεωργία. Θα είχε επίπτωση και στην ήδη υπάρχουσα εργασιακή εκμετάλλευση ευαίσθητων πληθυσμών και παρακίνηση μεγάλων γαιοκτημόνων και εταιρειών να εκμεταλλευτούν μικρής έκτασης αγρότες.

Τα μη γαλακτοκομικά προϊόντα στα μαγαζιά υγιεινής διατροφής του Montreal στο χίπστερ Plateau και Mile End συχνά έχουν σήμανση ως προϊόντα «μη βίας», αλλά στην ουσία δεν είναι. Αν κανένα ζώο δεν έχει κακοποιηθεί στην παραγωγή του προϊόντος αυτό δεν σημαίνει ότι και κανένας άνθρωπος ή το περιβάλλον δεν κακοποιήθηκε.

Τα κάσιους για αυτό το νόστιμο μη γαλακτοκομικό γάλα που αγοράζετε πιθανόν προέρχονται από την Ινδία, όπου οι γυναίκες δουλεύουν εξαντλητικές ώρες σε δυσχερείς συνθήκες για να πουλήσουν τους ξηρούς καρπούς, έχοντας επίπονες πληγές εξαιτίας του οξέος που απελευθερώνεται κατά την διαδικασία. Τα αμύγδαλα για αντίστοιχα νόστιμα προϊόντα, πιθανότατα προέρχονται από περιοχές της California που έχουν πληγεί από ξηρασία και η καλλιέργεια αμυγδάλων είναι από τους μεγαλύτερους καταναλωτές νερού.

Ο προσανατολισμένος στην ανάπτυξη καπιταλισμός θα «πουλήσει» τον βιγκανισμό ως μια ταπεινή κίνηση που εκφράζει τις αξίες σας και έχει πλεονεκτήματα στην υγεία σας, αλλά δεν θα σας πει όλη την ιστορία για τις εν εξελίξει και μακρόχρονες κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις του βιομηχανικού βιγκανισμού.

Να είσαι «cool»

Η «πράσινη» εργασία και διατροφή, συνοδεύονται βέβαια από έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που διαμορφώνεται από χίπστερ «cool» αισθητική – vintage έπιπλα, οργανικές αγορές, στούντιο τατουάζ  ή οικολογικά καφέ. Αλλά το να είσαι «πράσινος» και «cool» έχει συχνά μια τσιμπημένη τιμή που ενισχύει άμεσα τους ήδη κλασσικούς διαχωρισμούς της κοινωνίας.

Για αυτόν τον λόγο, η παραγωγή του «cool» μέσα στην ποικιλομορφία της είναι μια ολισθηρή πλαγιά που απαιτεί βαθύτερη συλλογική σκέψη των συνεπειών της.

Στην θεωρία το «cool» απλά υπάρχει. Είναι γεμάτο με όλα τα πράγματα που αντικατοπτρίζουν τις βαθιές αξίες, της φροντίδας, στοργής, δημιουργικότητας, σύνδεσης, αυθεντικότητας και του πραγματικού νοήματος. Δεν θα πρέπει να έχει φυλή, φύλο ή κοινωνικοοικονομικά όρια αλλά ούτε και αντίκτυπο σε αυτά τα μέτωπα.

Στην πραγματικότητα, περιλαμβάνει την αναπαραγωγή ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής που πάντα ανοίγει νέους δρόμους για την ανάπτυξη του κεφαλαίου, επιτρέποντας σε όσα έχουν νόημα να υποσκαφτούν και να εμπορευματοποιηθούν για το κέρδος.

Επιστρέφοντας στο παράδειγμα του νέου πανεπιστημίου του Montreal, στην σύγκριση του με το πανεπιστήμιο του Park Extension, μια από της πιο φτωχές και πιο πολυπολιτισμικές γειτονιές του Καναδά, φαίνονται  ξεκάθαρα οι τρόποι που η ταξική και φυλετική «cool» ιδιοσυγκρασία εμφανίζεται και λαμβάνει χώρα.

Το ποιος μπορεί να έχει την συγκεκριμένη trendy αισθητική, να είναι οικολογικά chic και να υιοθετεί καταναλωτικές συνήθειες υγιεινιστών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την τάξη και το εγγενές προνόμιο να καταναλώνει και να σπαταλά πολλά.

Την ίδια στιγμή, είναι τα ιστορικά αυτά προνομιούχα άτομα στο προσκήνιο της «cool» ζωής που συνειδητά ή ασυνείδητα δέχονται την μοντέρνα αλαζονεία της εξομοίωσης της ανθρώπινης προόδου με νέες μορφές αξιών για την εκμετάλλευση με σκοπό το κέρδος. Με αυτόν τον τρόπο, η βίαιη οικολογική καταστροφή και ο κοινωνικός εκτοπισμός ανθρώπων και μη ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, που δουλεύουν για να εξυπηρετούν την πάντα ανικανοποίητη «cool» τάξη, είναι απλά μια ατυχής συνέπεια.

Αυτό που είναι ενδεχομένως πιο προβληματικό με την ταξική φύση της πράσινης παραγωγής και κατανάλωσης είναι που οι χίπστερ της πόλης περηφανεύονται ότι έχουν «ξυπνήσει» για τα θέματα βιωσιμότητας, ενώ ταυτόχρονα αποξενώνουν τις αγροτικές (εγχώριες και υπερατλαντικές), επαρχιώτικες και παραγωγικές τάξεις, χωρίς τους οποίους αυτός ο trendy τρόπος ζωής δεν θα ήταν εφικτός.

Οι χίπστερ της πόλης εύκολα απορρίπτουν τις φτωχές τάξεις επειδή δεν έχουν «πράσινη συνείδηση», επειδή δεν ζουν με τα δικά τους ακριβά «πράσινα» στάνταρτ, χωρίς να αναγνωρίζουν το γεγονός ότι η δυνατότητα να ζήσει κάποιος «πράσινα» είναι περιορισμένη σε μέρη όπου είναι οικονομικά ασθενέστερα και παραμελημένα από τις αρχές. Τείνουν να γυρίζουν την πλάτη τους στους πολιτικούς αγώνες της εργατικής τάξης για δικαιότερη κατανομή του πλούτου και της ευημερίας σε ολόκληρη την κοινωνία.

Σε παγκόσμια κλίμακα, ο καπιταλισμός σε καμία περίπτωση δεν είναι «cool» … κυριολεκτικά καίει τον πλανήτη μας. Μια αδιάφορη, αποκομμένη, απολιτίκ «cool» νοοτροπία που επικεντρώνεται στην ατομικότητα και την φαινομενικότητα απλά δεν πρόκειται να κάνει τίποτα να το αποτρέψει.

Τέτοια στυλ ζωής μπορεί να παρουσιάζονται ως επαρκή, αλλά, είναι κατά πολύ ένα βολικό υποπροϊόν της μετατόπισης του κοινωνικού και οικολογικού κόστους στους λιγότερο προνομιούχους τοπικά και οικουμενικά.

Ένας τρόπος να προχωρήσουμε προς μια θετική κατεύθυνση είναι να μην εστιάζουμε σε τρόπους ζωής αλλά να επικεντρωθούμε στην αντίσταση κατά των εξωτερικά – επινοημένων και με σκοπό το κέρδος εξελίξεων ως μια ηθική και επιτακτική ανάγκη για επιβίωση και να εργαστούμε για την αποκατάσταση της κοινωνίας μέσω αλληλέγγυας οικονομίας, αναπληρώνοντας τις σχέσεις που αποκόπηκαν εξαιτίας της αναπτυξιακής λογικής. 

Η αποϋλοποίηση υλικών και ενέργειας απλά δεν είναι αρκετή. Πρέπει να συνοδεύεται από ένα οικονομικό οικοδόμημα βασισμένο στο ενδιαφέρον και στην υπευθυνότητα αντί στο κέρδος, την ανάπτυξη και το ατομικό συμφέρον, αν πρόκειται να έχει κάποια μακροπρόθεσμή επιρροή. Είναι ένα απλό αλλά απόλυτα κρίσιμο βήμα για να φτάσουμε τις αυθεντικές επιθυμίες για βιωσιμότητα, στην οποία πολλοί είμαστε αφοσιωμένοι και χρειαζόμαστε επειγόντως.

Πηγή: Aljazeera – άρθρο του Vijay Kolinjivadi

Μετάφραση: Τίνα Πετριτσοπούλου