Το κίνημα έχει ειλικρινείς προθέσεις, αλλά τα οφέλη για τους παραγωγούς του παγκόσμιου νότου είναι πολύ λίγα. Ήρθε η ώρα να βελτιώσουμε αυτό το ξεπερασμένο μοντέλο.
Σε απάντηση της αυξανόμενης ζήτησης των καταναλωτών των ανεπτυγμένων χωρών για ποιοτική κατανάλωση, η αύξηση των «ηθικών σημάνσεων» είναι απλά εκπληκτική. Για κάποιους, η αγορά και κατανάλωση αγαθών έχει γίνει πολιτική πράξη. Γεγονότα όπως, ότι η νέα μπάρα σοκολάτας των Green & Black δεν θα είναι ούτε οργανική ούτε Δικαίου Εμπορίου – αντιθέτως, το ότι οι σπόροι κακάο προέρχονται μέσω καθεστώτος πιστοποίησης Cocoa Life – έχει προκαλέσει αντιπαράθεση, ενώ τα καταστήματα με την μεγαλύτερη ποικιλία Δικαίου Εμπορίου στον κόσμο, τα Sainsbury’s, πρόσφατα δέχτηκαν πυρά γιατί αφαίρεσαν την ένδειξη Δικαίου Εμπορίου από την δική τους μάρκα τσάι.
Τα περισσότερα από τα λεγόμενα ηθικά καταστήματα και προγράμματα – συμπεριλαμβανομένου του Cocoa Life – στο μυαλό μου, σε καμία περίπτωση δεν έχουν ως κίνητρο τους «την ηθική». Το Δίκαιο Εμπόριο, ήταν κάποτε ένα βασικό κίνημα που σκόπευε στην αλλαγή από την βάση, κάτι που δεν συμβαίνει με τα εμπορικά καταστήματα και τα σούπερ μάρκετ που χρησιμοποιούν ηθικές σημάνσεις. Όσοι λανσάρουν ηθική σήμανση απλά θέλουν να ενταχτούν στην αυξανόμενη νέα τάξη της αγοράς και να βγάλουν κέρδος – κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν είναι εύκολο για τον μέσο καταναλωτή να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι.
Η σήμανση του Δικαίου Εμπορίου (Fairtrade–FT) είναι από τις πιο γνωστές και σεβαστές παγκοσμίως, με ένα οικονομικό μοντέλο που αποσκοπεί στην καλυτέρευση των συνθηκών ζωής για τους τοπικούς παραγωγούς του παγκόσμιου νότου με αλληλοϋποστήριξη από τους καταναλωτές του βορρά. Ο σκοπός είναι να έχουν πρόσβαση στις αγορές του βορρά, να τους εγγυηθούν αξιοπρεπείς τιμές και να εξαλειφτεί η «άδικη» εκμετάλλευση των μεσαζόντων.
Δυστυχώς, το οικονομικό μοντέλο του Δ.Ε. έχει περιορισμένα όρια, κάτι για το οποίο εξακολουθεί δικαιολογημένα να κατηγορείται.
Το κίνημα του Δ.Ε. κατηγορείται συχνά για συνεργασία με εταιρείες που στο παρελθόν είχαν ανήθικη συμπεριφορά ή ήταν σύμβολα του μη δικαίου στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα. Συχνά τονίζεται το χάσμα μεταξύ των αρχών του Δ.Ε. και των πρακτικών του. Αυτή η ηθική κριτική είναι ανεπαρκής. Παράλληλα χρειάζεται και οικονομική επίκριση από την οπτική των παραγωγών.
Το οικονομικό μοντέλο του Δ.Ε. αντιμετωπίζει μια δομική αντίφαση. Από την μια, αν η χαμηλότερη τιμή για την αγορά ενός Δ.Ε. προϊόντος είναι υψηλή, δεν θα έχει απήχηση στα καταστήματα. Οι πωλήσεις θα είναι χαμηλές. Το οικονομικό όφελος των οργανισμών παραγωγής θα είναι επίσης αμελητέο. Από την άλλη, αν η χαμηλότερη τιμή για ένα Δ.Ε. προϊόν είναι «ανταγωνιστική», οι πωλήσεις θα αυξηθούν αλλά η επίδραση τους στην μείωση της φτώχειας θα είναι ασήμαντη. Εξάλλου, λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού που προκαλείται από τον πολλαπλασιασμό των σημάνσεων, το κίνημα Δ.Ε. τείνει να «μειώνει» τα στάνταρ του – συντηρητικές οι ελάχιστες τιμές, χαμηλότερες απαιτήσεις για την ποιότητα των σύνθετων προϊόντων , κ.α. – στην προσπάθεια να ανέβουν οι πωλήσεις. Οπότε, δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη ότι σε αυτό το πλαίσιο οι απλοί παραγωγοί είναι σε καλύτερη κατάσταση σε σύγκριση με τους παραγωγούς Δ.Ε.. Αυτού του είδους τα σοβαρά στοιχεία υποβιβάζονται συχνά από το κίνημα του Δ.Ε..
Αντιμέτωποι με το παράδοξο μεταξύ της εμπορικής λογικής για αύξηση των πωλήσεων και της λογικής της μείωσης της φτώχειας, το κίνημα Δ.Ε. έχει ωφελήσει μέχρι στιγμής το πρώτο.
Οι πρωταγωνιστές του Δ.Ε. τείνουν να διαβεβαιώνουν ότι το μοντέλο αυτό είναι η εναλλακτική λύση στο «ελεύθερο εμπόριο» – αλλά η πραγματικότητα είναι ότι αποτελεί απλά μια «παρένθεση» μέσα στο συμβατικό εμπορικό σύστημα. Όταν οι ρόλοι του παιχνιδιού τίθενται επί τάπητος (οικονομικά, χαμηλότερες τιμές, πριμοδοτήσεις, εντοπισμός αρχικού προϊόντος), η προσβασιμότητα στην αγορά και οι τιμές καθορίζονται σε ανταγωνιστική βάση όπως και στην περίπτωση του συμβατικού εμπορίου.
Οι οργανισμοί πιστοποίησης Δ.Ε. δεν μπορούν να εγγυηθούν αν οι καταναλωτές που υποστηρίζουν το κίνημα θα πληρώσουν στους οργανισμούς των παραγωγών τιμή υψηλότερη από την ελάχιστη τιμή του Δ.Ε.. Ούτε μπορούν να εγγυηθούν ότι οι οργανισμοί των παραγωγών θα πουλήσουν όλα τα πιστοποιημένα προϊόντα με τους όρους του Δ.Ε. (πληρωμή των ελάχιστων τιμών και πριμοδοτήσεις). Σύμφωνα με τα νούμερα που δόθηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Δικαίου Εμπορίου για το 2013-2014, μόνο το 28% του καφέ Δ.Ε. πουλήθηκε σε Δ.Ε. αγορές. Οι Δ.Ε. μπανάνες είναι το προϊόν με τις υψηλότερες πωλήσεις (56%-64%), ενώ το τσάι Δ.Ε. είναι το προϊόν με τις χαμηλότερες (7%). Με άλλα λόγια, η προσφορά είναι μεγαλύτερη της ζήτησης για όλα τα Δ.Ε. προϊόντα.
Λόγω της απελευθέρωσης της αγοράς, οι οργανισμοί των παραγωγών που συνήθως συμμετέχουν στο κίνημα του Δ.Ε. δεν είναι απαραίτητα και οι πιο φτωχοί, αλλά αυτοί που μπορούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της αγοράς – για παράδειγμα όσοι έχουν τα μέσα να πληρώσουν τα κόστη των πιστοποιήσεων και συγκεκριμένη κλίμακα παραγωγής. Γι’ αυτό οι οργανισμοί παραγωγών των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών έχουν και την μικρότερη συμμετοχή.
Ένα επιπλέον θέμα σχετικά με το μοντέλο του Δ.Ε. είναι ότι οι χώρες του νότου εξακολουθούν να παραμένουν σε μια επιζήμια οικονομική κατάσταση. Ενώ οι περισσότερες από αυτές εξάγουν βασικά αγαθά από την εποχή των αποικιών, η μεγαλύτερη πλειοψηφία του πληθυσμού τους δεν έχει ωφεληθεί οικονομικά.
Το κίνημα Δ.Ε. στο σύνολο του θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο αν επικεντρώνονταν στα κατασκευασμένα αγαθά που παράγονται χρησιμοποιώντας τοπικά αγροτικά προϊόντα. Αυτού του τύπου το μοντέλο θα είχε το πλεονέκτημα της ενεργοποίησης παραγωγικής εργασίας και την ενίσχυση τεχνολογικών καινοτομιών στις χώρες του νότου.
Ο Ndongo Samba Sylla είναι οικονομολόγος σε θέματα ανάπτυξης από την Σενεγάλη. Εργάζεται στα γραφεία του Dakar του Ιδρύματος Rosa Luxemburg. Είναι ο συγγραφέας του Fair Trade Scandal: Marketing Poverty to Benefit the Rich.
Μετάφραση: Τίνα Πετριτσοπούλου
** Έχουμε δημοσιεύσει εκτενείς μελέτες για το Δ.Ε και το κατά πόσον είναι όντως δίκαιο, όσον αφορά τον καφέ και την σοκολάτα.