Εκτιμάται ότι ο αριθμός των άγριων ψαριών που αλιεύονται παγκοσμίως κάθε χρόνο κυμαίνεται από 0,97 έως 2,7 τρισεκαττομύρια και μπορούμε να συμπεράνουμε πως είναι της τάξης των τρισεκατομμυρίων, αν λάβουμε υποψη τους περιορισμούς των διαθέσιμων δεδομένων. Και φυσικά, αυτοί οι αριθμοί δεν περιλαμβάνουν τις μη καταγεγραμμένες ψαριές, όπως τα ψάρια που αλιεύθηκαν παράνομα και εκείνα που αλιεύθηκαν ως παρεμπίπτον αλίευμα και απορρίφθηκαν1. Αλλά αυτό είναι ευρέως γνωστό στον κόσμο της υπεράσπισης των δικαιώματων των ζώων. 

Αυτό που δεν είναι ακόμη ευρέως γνωστό είναι ότι η αλιευτική βιομηχανία όχι μόνο εκμεταλλεύεται και δολοφονεί θαλάσσια ζώα, αλλά και ανθρώπους, θύματα εμπορίας ανθρώπων που έχουν πουληθεί ως σκλάβοι και έχουν τεθεί σε καταναγκαστική εργασία. Μέχρι τώρα, τέτοιες περιπτώσεις δουλείας έχουν τεκμηριωθεί και αναφερθεί από πολλούς πράκτορες των μέσων ενημέρωσης, όχι μόνο στην Ταϊλάνδη2 και την Ινδονησία3 αλλά και στην Χαβάη 4, στην Ουρουγουάη (σε κινεζικά σκάφη)5, στη Νότια Αφρική (σε ταϊβανέζικα σκάφη) 6 και στην Ταϊβάν (14-20), στην Δυτική Αφρική και στο νησί Λας Πάλμας, στις Κανάριες Νήσους 7 καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο [Ιρλανδία 8 και Αγγλία 9 και Σκωτία (27)].

 

Το 2018, ο οργανισμός Global Slavery Index (Παγκόσμιος Δείκτης Δουλείας) δημοσίευσε μια λίστα με τις 20 κορυφαίες αλιευτικές χώρες ταξινομημένες σύμφωνα με τον κίνδυνο σύγχρονης δουλείας στην αλιευτική τους βιομηχανία, αλλά κι έναν πίνακα χωρών που αξιολογήθηκαν σε αναφορά του Παγκόσμιου Δείκτη Δουλείας 2016, όπου κάθε αλιευτική χώρα έχει βαθμολογηθεί ως χώρα χαμηλής, μεσαίας ή υψηλής ευπάθειας στην σύγχρονη δουλεία στον κλάδο της αλιείας, σύμφωνα με την Εθνική Αλιευτική Πολιτική της [κάθε χώρας] και τον Πλούτο και τη Θεσμική Ικανότητα. Με άλλα λόγια, η ευπάθεια μιας χώρας σε αυτούς τους δύο παράγοντες σε συνδυασμό, αντιπροσωπεύει τη συνολική ευπάθειά τους στην σύγχρονη δουλεία σε αυτόν τον κλάδο. Μπορείτε να δείτε τις 20 κορυφαίες αλιευτικές χώρες με υψηλό κίνδυνο σύγχρονης δουλείας μαζί με την λίστα των βαθμολογιών των άλλων χωρών εδώ.

(H Eλλάδα βρίσκεται σε υψηλό ρίσκο κινδύνου εμπλοκής σε σύγχρονη δουλεία σύμφωνα με την Εθνική Αλιευτική πολιτική)

Μια πρόσφατη δημοσίευση σχετική με τα «θαλασσινά» (θαλάσσια ζώα) που εισάγονται στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ υποδηλώνει πως όταν τα ψάρια που αλιεύονται στο εσωτερικό αναμιγνύονται με τα εισαγόμενα σε τοπικές αγορές, ο κίνδυνος να αγοράσει κανείς «θαλασσινά» (θαλάσσια ζώα) που έχουν “μολυνθεί” από σύγχρονη δουλεία αυξάνεται κατά 8.5 φορές περίπου, σε σύγκριση με τα εγχώρια αλιεύματα10.

ΑΓΓΛΙΑ:

Τον Δεκέμβριο του 2017, η βρετανική αστυνομία έσωσε εννιά άτομα που υποψιάζονταν ότι ήταν θύματα δουλείας, Αφρικανούς και Ασιάτες (από τη Γκάνα, την Ινδία και τη Σρι Λάνκα), από βρετανικές μηχανότρατες στο Πόρτσμουθ, που ανήκαν σε βρετανική οικογένεια.Ένα από τα θύματα είχε τραυματισμό στο κεφάλι και όλοι δήλωσαν ότι εργάζονταν πολλές ώρες με πολύ λίγη ξεκούραση για μόνο 850-950 βρετανικές λίρες το μήνα. Το πιο «εντυπωσιακό» σε αυτή την περίπτωση είναι ότι, αφού τα πρώτα πέντε θύματα μίλησαν στην αστυνομία, την επόμενη κιόλας μέρα επιβιβάστηκε ένα αναπληρωματικό πλήρωμα τεσσάρων ατόμων. Και οι δύο καπετάνιοι συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό έρευνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο παρελθόν, έχουν επιβληθεί πρόστιμα που αγγίζουν σχεδόν τις £650,000 στις εταιρείες μηχανότρατας που διευθύνονται από αυτή τη βρετανική οικογένεια για παραβίαση αλιευτικών ποσοστώσεων και των κανονισμών ασφαλείας11.

 

ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ:

Τον Μάιο του 2014, βρέθηκε μια ομάδα 28 Αφρικανών μεταναστών (24 από τη Σιέρα Λεόνε και οι υπόλοιποι από τη Γκάνα) να κρατούνται σε συνθήκες δουλείας σε ένα κινεζικό αλιευτικό σκάφος κοντά στις ακτές της Ουρουγουάης για 7 μήνες κατά τους οποίους δεν πληρώθηκαν ποτέ. Όχι μόνο αναγκάστηκαν να εργαστούν, αλλά επίσης κακοποίηθηκαν. Γιατροί τους εξέτασαν και επιβεβαίωσαν ότι είχαν πληγές και ουλές που ήταν απόδειξη ότι ξυλοκοπήθηκαν, ενώ 20 από αυτούς είχαν πρώιμα συμπτώματα ελονοσίας και πιθανώς φυματίωσης, οπότε νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία της Ουρουγουάης για μια εβδομάδα ώστε να  θεραπευτούν. Τα θύματα είπαν ότι τους στερούταν το φαγητό και ότι ακόμη κι όταν κάποιος αρρώσταινε, δεν του επιτρεπόταν να κοιμηθεί. Βασικά επιβίωναν καθημερινά με μικρές μερίδες ρυζιού και ακόμη, αναγκάστηκαν να πίνουν νερό από τον ωκεανό , ενώ οι Κινέζοι έπιναν γλυκό (πόσιμο) νερό (5).

Παραδόξως, το ποινικό δικαστήριο της Ουρουγουάης, το οποίο εξέτασε μόνο 12 από τα 28 θύματα, θεώρησε άσκοπο να συνεχιστεί η διερεύνηση αυτού του περιστατικού και ο καπετάνιος του πλοίου, ο οποίος ήταν υπό κράτηση, επετράπη να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο εισαγγελέας είπε ότι οι μαρτυρίες που μαζεύτηκαν δεν αρκούσαν για να υποστηρίξουν τις κατηγορίες ισχυριζόμενος ότι «… υπήρχε σαφώς σύγκρουση πολιτισμών που αφορά σε διατροφή και ώρες εργασίας».Ο δικηγόρος της Ένωσης Ψαράδων της Ουρουγουάης τότε είχε πει ότι η υπόθεση έπρεπε να είχε εξεταστεί από το Τμήμα Περίπλοκων Εγκλημάτων και όχι από ποινικό δικαστήριο12.

ΧΑΒΑΗ:

Η υπόθεση αυτή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά και διερευνήθηκε ενδελεχώς από το Associated Press, στην έκθεση (4) του οποίου αναφέρεται ότι “χωρίς να έχουν νομική υπόσταση στο έδαφος των ΗΠΑ, οι άντρες βρίσκονται στο έλεος των αμερικανών καπετάνιων τους σε πλοία αμερικανικών συμφερόντων με αμερικανική σημαία.”

Έτσι, η πιθανότητα νομικής προσφυγής ήταν μικρή, και κρατήθηκαν σε σκάφη όπου η Υπηρεσία Τελωνείου και η Προστασία των Συνόρων των ΗΠΑ απαιτούν από τους καπετάνιους να κατέχουν τα διαβατήρια των ανδρών. Αυτό αντιτίθεται στους ομοσπονδιακούς νόμους για την εμπορία ανθρώπων που αναφέρουν ότι αφεντικά που έχουν στην κατοχή τους έγγραφα ταυτότητας των εργατών τους μπορούν να αντιμετωπίσουν ποινή φυλάκισης έως και πέντε ετών.

[Οι ακόλουθες πληροφορίες είναι μια περίληψη της έκθεσης του AP(4) εκτός αν αναφέρεται άλλη πηγή]

Η αλιευτική βιομηχανία της Χαβάης είναι μια από τις πιο αυστηρά ρυθμιζόμενες σχετικά με τα όρια και τη βιωσιμότητα των αλιευμάτων, προσελκύοντας εταιρείες που περήφανα είναι (δήθεν) φιλικές προς τον ωκεανό. Επιπλέον, ο τέως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Barack Obama, επέκτεινε τις προστασίες στη Χαβάη δημιουργώντας τον Αύγουστο του 2016 τη μεγαλύτερη θαλάσσια προστατευμένη περιοχή στον κόσμο, αλλά προφανώς, απέτυχε να αντιμετωπίσει τις συνθήκες εργασίας.

Τον Μάρτιο του 2016, 700 άντρες από φτωχές χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού βρέθηκαν να εργάζονται σε αλιευτικό στόλο χωρίς βίζα. Αυτοί οι άντρες ζούσαν σε υποβαθμισμένες συνθήκες σε κάποια σκάφη, αναγκασμένοι να χρησιμοποιήσουν κουβάδες αντί τουαλέτεςυποφέροντας από ανοιχτές πληγές από κοριούς και μερικές φορές χωρίς να έχουν αρκετή τροφή. Συνήθως υπογράφουν συμβόλαια που ανανεώνονται κάθε δύο-τρία χρόνια, και αυτοί που τα επεκτείνουν επανειλημμένα μπορούν να μείνουν έως και μια δεκαετία σε σκάφη με πέντε έως έξι άνδρες το καθένα. Σε ένα από τα σκάφη, το πρόγραμμα έμοιαζε κάπως έτσι: Δουλειά από τις 8 π.μ. έως τις 3 μ.μ., διάλειμμα για δύο ώρες για μεσημεριανό και ξεκούραση. Δουλειά από τις 5 μ.μ. έως τις 6 π.μ., μετά ξανά φαί και ύπνο. Η νέα βάρδια ξεκινά στις 8 π.μ. Η διαδικασία πρόσληψης: Όταν οι ιδιοκτήτες σκαφών χρειάζονται πλήρωμα, πληρώνουν μεσίτες στο εξωτερικό ή στη Χονολουλού για να φέρουν τους άντρες από το εξωτερικό – κυρίως από την Ινδονησίατις Φιλιππίνεςτο Βιετνάμ και το  μικροσκοπικό έθνος του Κιριμπάτι.

Αυτό που είναι μοναδικό στην περίπτωση της Χαβάης είναι ότι αυτό ήταν νόμιμο (!) επειδή υπάρχει ένα ομοσπονδιακό παραθυράκι που τους επιτρέπει να εργάζονται, αλλά τους απαλλάσσει από τις βασικές προστασίες εργατών, καθώς απαλλάσει τους ιδιοκτήτες εμπορικών αλιευτικών σκαφών από ομοσπονδιακούς κανόνες που εφαρμόζονται σχεδόν οπουδήποτε αλλού. Κάθε φορά που καταβάλλουν οι νομοθέτες προσπάθεια προκειμένου να εισαχθούν μέτρα για να καλυφτεί αυτό το κενό στον νόμο, βρίσκουν επανειλημμένα αντίσταση από το λόμπι της εμπορικής βιομηχανίας αλιείας. Πιο συγκεκριμένα, ο Σύνδεσμος Longline της Χαβάης ηγήθηκε του αγώνα κατά της μεταρρύθμισης13.

Το 2018, ο οργανισμός Turtle Island Restoration Network υπέβαλε υπόθεση σχετική με αυτό το θέμα στην Διαμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Πέρσι, το Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Πανεπιστημίου της Georgetown δημοσίευσε μια εκτενή έκθεση σχετικά με το θέμα, έχοντας πάρει συνέντευξη από 43 ψαράδες, επισημαίνοντας επίσης την έλλειψη ουσιαστικής αλλαγής. Μπορείτε να διαβάσετε την αναφορά εδώ

Όσο συγκλονιστικό κι αν ακούγεται, το δόλωμα και ο πάγος κοστίζουν περισσότερο από τους μισθούς του πληρώματος: Πληρώνονται μόλις 70 σεντ την ώρα, μόλις 350$ τον μήνα (το οποίο μπορεί να φτάσει τα 500-600$ με μπόνους και κάποιοι παίρνουν ένα ποσοστό από τα αλιεύματα καθιστώντας δυνατό να τριπλασιάσουν το μισθό τους), πολύ λιγότερα από τον ελάχιστο μισθό των ΗΠΑ, αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μπορούν να βγάλουν στην χώρα τους όπου οι άνθρωποι ζουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Μερικοί από τους ξένους εργάτες στη Χαβάη βγάζουν λιγότερα από 5.000$ για ένα ολόκληρο χρόνο. Αντίθετα, το 2015, η μέση αμοιβή για έναν Αμερικανό ναύτη σε εθνικό επίπεδο ήταν 28.000$ -μερικές φορές για θέσεις εργασίας που διαρκούν λίγους μήνες, σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης. Πεπειραμένα αμερικανικά μέλη του πληρώματος που εργάζονται στην Αλάσκα μπορούν να κερδίσουν έως και 80.000$ ετησίως.

Το είκοσι τοις εκατό των αλιευμάτων τους καταλήγει (συχνά φρέσκα μετά από πτήση σε αεροστεγή δροσερά κουτιά) σε πολυτελή εστιατόρια από το Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο στη Νέα Υόρκη, καθώς και σε premium “θαλασσινούς” πάγκους σε όλη τη χώρα, από το Whole Foods έως το Costco και μαγειρεύεται από διάσημους σεφ, ενώ περίπου το 80 τοις εκατό μένει στη Χαβάη, καταλήγοντας σε ξενοδοχεία, εστιατόρια και σούπερ μάρκετ, όπως είπε ο Τζον Κανέκο, τότε ο διευθυντής προγραμματισμού για το Hawaii Seafood Council. 

Όταν ζητήθηκε από τους εκπροσώπους της Whole Foods να σχολιάσουν, η απάντηση ήταν ότι μόνο το 1% των «θαλασσινών» προέρχεται από τη Χαβάη και είναι σίγουροι ότι τα πληρώματα των σκαφών πληρώνονται καλά και λαμβάνουν ασφάλιση υγείας και μπόνους. Η αλήθεια όμως απέχει πολύ: ο Syamsul Maarif από την Ινδονησία στάληκε πίσω στη χώρα του αφού κόντεψε να πεθάνει όταν το σκάφος του βυθίστηκε 160 μίλια μακριά από τη Χαβάη. Έχασε τα πάντα, και όπως είπε, χρειάστηκαν τέσσερις μήνες για να πληρωθεί το μισθό του. Γνωρίζοντας ότι δεν έχουν άδεια διαμονής και εργασίας, όπως δήλωσε, «δεν μπορούμε να απαιτήσουμε περισσότερα επειδή είμαστε παράνομοι, αν και θέλουμε τα ίδια δικαιώματα που έχουν οι άλλοι εργαζόμενοι στην Αμερική, αλλά είμαστε μόνο ασήμαντοι άνθρωποι που εργάζονται εκεί με βάση το συμβόλαιο που υπογράψαμε”. Ένας   από τους συντονιστές των παρατηρητών σκαφών, ο Forest O’Neil, δήλωσε: “Είναι σαν πλωτές φυλακές.”

Όπως αποκαλύφθηκε από την έρευνα του AP, σε μια περίοδο 10 ετών, πέντε ψαράδες από τον στόλο της Χαβάης πέθαναν όταν βυθίστηκαν ή κάηκαν σκάφη στα οποία επέβαιναν και τουλάχιστον τέσσερις άλλοι εργάτες δεν βρέθηκαν ποτέ μετά την πτώση τους στη θάλασσα. Οι προσπάθειες δύο ανδρών να βελτιώσουν τη ζωή τους κατέληξαν με το θάνατό τους αφού μαχαιρώθηκαν κατά τη διάρκεια καυγάδων στην αποβάθρα.

Στην περίπτωση της Χαβάης, η ειρωνεία είναι ότι κάθε χρόνο, οι Η.Π.Α. “καταδικάζουν” χώρες που έχουν τα χειρότερα ρεκόρ διακίνησης ανθρώπων. Γιατί λοιπόν κάνουν τα στραβά μάτια σ’ αυτό που συμβαίνει στα ίδια τους τα ύδατα; Παρόλο που αυτοί οι άντρες δεν εισέρχονται ποτέ νόμιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κυβέρνηση παρέχει μια αδεια διέλευσης που τους επιτρέπει να βγούν μέσω του αεροδρομίου της Χονολουλού: “Δημοσιογράφοι του AP παρακολούθησαν καθώς δύο ψαράδες από το Κιριμπάτι ετοιμάζονταν για την πτήση τους. Δεν τους επιτράπηκε να αγγίξουν τα διαβατήρια τους, τα οποία παραδόθηκαν σε έναν οδηγό με σύμβαση σε ένα μαύρο SUV. Δεν θα πληρώνονταν μέχρι να φτάσουν στο σπίτι.”

Αλλά δεν τους επιτρέπεται να προσγειωθούν στο αεροδρόμιο της Χονολουλού, οπότε πώς πηγαίνουν στη Χαβάη; Μια τυπική διαδρομή θα μπορούσε να είναι Ινδονησία-Αυστραλία-Φίτζι-Δυτική Σαμόα-Αμερικανική Σαμόα. Κάποιοι περνούν μέσω Άμστερνταμ ενώ άλλοι καταλήγουν στο Μεξικό ή τον Παναμά. Έπειτα, παραλαμβάνονται από Αμερικανούς καπετάνιους για 10 – 20 ημέρες πλεύσης στη Χονολουλού. Ακόμη, μερικοί από αυτούς έχουν αναγκαστεί να πηδήξουν στη θάλασσα. Σε ένα βίντεο που μοιράστηκε με το AP, άντρες κολυμπούσαν από το ένα σκάφος στο άλλο, αντιμέτωποι με μεγάλα κύματα, και διατηρώντας τα υπάρχοντά τους σε πλαστικές σακούλες.

Είναι ξεκάθαρο ότι ” Όλο το σύστημα, το οποίο έρχεται σε αντιπαράθεση με άλλους κρατικούς και ομοσπονδιακούς νόμους, λειτουργεί με την ευλογία των υψηλόβαθμων νομοθετών και αξιωματούχων των ΗΠΑ”, όπως δήλωσε το Associated Press.

Ως αποτέλεσμα της έρευνας του ΑΡ και της έκθεσης του Ινστιτούτου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Πανεπιστημίου του Georgetown, πραγματοποιήθηκαν διαμαρτυρίες και κάποια διαλεκτά παντοπωλεία σταμάτησαν να αγοράζουν ψάρια που αλιεύονται με παραγάδια από το Honolulu Fish Auction – αλλά αυτό ήταν μόνο προσωρινό, όπως δήλωσε ο οργανισμός Turtle Island Restoration Network.

ΤΑΪΒΑΝ:

Η Ταϊβάν διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους αλιευτικούς στόλους στον κόσμο, με περισσότερα από 1.800 σκάφη να φέρουν τη δική τους σημαία, καθώς και εκατοντάδες άλλα πλοία της Ταϊβάν που πλέουν με σημαίες ευκαιρίας. Ανάμεσα στα αλιευτικά σκάφη που δραστηριοποιούνται σε απομακρυσμένα ύδατα, σχεδόν το 90 τοις εκατό ψαρεύει για τόνο στον Ειρηνικό, τον Ατλαντικό και τον Ινδικό Ωκεανό. Όντας μακριά και στα βαθιά νερά, αυτά τα σκάφη μπορούν να περάσουν χρόνια μακριά από το λιμάνι με τη βοήθεια μεταφορτώσεων αγαθών και φορτίου, με αποτέλεσμα οι μετανάστες εργάτες σε αυτά τα σκάφη να είναι μεταξύ των πιο ευάλωτων σε εκμετάλλευση.

Μέχρι 160.000 μετανάστες εργάτες, οι περισσότεροι από την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες, δουλεύουν σε αλιευτικά σκάφη της Ταϊβάν που δραστηριοποιούνται σε απομακρυσμένα ύδατα, με βάση την έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών Εμπορίου των ΗΠΑ 2014 (14) αν και ο επίσημος αριθμός, σύμφωνα με στοιχεία που παρέχονται από την Υπηρεσία Αλιείας της Ταϊλάνδης και το Υπουργείο Εργασίας, ήταν περίπου 26.000, όπως αναφέρεται στην έκθεση του EJF για το 2018 (15) και αυτή η ασυμφωνία περίπου 134.000 ανθρώπων υπογραμμίζει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ταϊβάν στο να κατανοήσει την έκταση του προβλήματος του εμπορίου ανθρώπων. 

Με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν το 2018 από το πρακτορείο “The Diplomat” (16) :Οι εργάτες σε παράκτια σκάφη κοιμούνται σε μικρά διαμερίσματα που χωράνε τρεις άντρες, στα αμπάρια των πλοίων, αλλά δεν έχουν χώρο να τεντωθούν. Κοιμούνται σε άβολες στάσεις και αφοδεύουν σε δοχεία. Εάν το σκάφος τους εισέλθει σε λιμάνι, κάνουν κρύα ντους σε εγκαταστάσεις στην αποβάθρα. Είναι γνωστό ότι οι ξυλοδαρμοί είναι συχνό φαινόμενο στα αλιευτικά σκάφη που δραστηριοποιούνται σε απομακρυσμένα ύδατα, αλλά είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια, καθώς αυτές οι παραβιάσεις γίνονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αν και υπάρχουν στοιχεία σε ορισμένες περιπτώσεις, πολλές άλλες αναφορές φτάνουν στη στεριά από ψίθυρους και φήμες. Κάθε πληροφοριοδότης που έδωσε συνέντευξη για αυτό το άρθρο έχει υποδείξει ότι οι σοβαροί ξυλοδαρμοί σε σκάφη που δραστηριοποιούνται σε απομακρυσμένα ύδατα συμβαίνουν τακτικά.

Για τους παράκτιους ψαράδες, το ωράριο μεγάλης διάρκειας και οι νύχτες μικρής διάρκειας διακόπτονται μεταξύ των μηνών Ιουνίου και Οκτωβρίου, κατά την εποχή των τυφώνων της Ταϊβάν, όταν οι εργάτες είναι απασχολημένοι με το να πραγματοποιούν συντήρηση στα πλοία. Σύμφωνα με πηγές που έδωσαν συνέντευξη για αυτό το άρθρο, όταν ξεσπούν οι τυφώνες, δεν τους επιτρέπεται να αναζητήσουν καταφύγιο στην ξηρά ή να απολαύσουν διακοπές και αναγκάζονται να παραμείνουν στα πλοία στο λιμάνι.

Η παραίτηση γίνεται δύσκολη για μετανάστες ψαράδες, οι οποίοι πρέπει να επιστρέψουν στις μεσιτικές εταιρείες για να μαζέψουν τα έγγραφα αναγνώρισης τους. Οι μεσίτες, πρόθυμοι να διατηρήσουν τις ποσοστώσεις και τις πληρωμές που τους κάνουν τα αλιευτικά γραφεία, κάνουν ό, τι μπορούν για να πείσουν τους ψαράδες να μείνουν. Σε πολλές περιπτώσεις, τα τέλη ακύρωσης συμβολαίου και επιστροφής στην πατρίδα τους είναι αρκετά για να τους πείσουν να επιστρέψουν στη δουλειά. Οι μεσίτες εισπράττουν τις αμοιβές τους και ο κύκλος συνεχίζεται.”

Νωρίτερα, το 2015, το 2ο μέρος (17) μιας σειράς με τίτλο “Outlaw Ocean”(18) δημοσιεύθηκε από τον Ian Urbina στο New York Times και το θέμα του είναι μια μαζική δολοφονία 5 μεταναστών ενώ επέπλεαν σε συντρίμμια στον ωκεανό, που βιντεοσκοπήθηκε και αναρτήθηκε στο YouTube. Ένα από τα σκάφη που φαίνονται στο βίντεο, το οποίο μπορεί να ήταν το σκάφος που πυροβόλησε, ήταν το ταϊβανικό Chun I n.217 (19). Μέχρι το 2016, δεν πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις. Όπως σχολίασε ο Urbina, “σχετικά με τα ταϊβανικά σκάφη που εμφανίστηκαν στις ακτές της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής, των Φιλιππίνων και αλλού, οι εργάτες είχαν βιώσει τρομερές συνθήκες σε αλιευτικά πλοία μεγάλων αποστάσεων“.

Τον Απρίλιο του 2016, η Greenpeace δημοσίευσε μια εκτεταμένη έκθεση (20) μιας δωδεκάμηνης έρευνας στην οποία φαίνεται ότι οι συστημικές παράνομες και μη βιώσιμες αλιευτικές πρακτικές στην αλιευτική βιομηχανία της Ταϊβάν συμβαδίζουν με παραβιάσεις των εργατικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δυστυχώς, αυτή η έκθεση αποκαλύπτει επίσης ότι οι αρχές έχουν επίγνωση αυτών των ζητημάτων, αλλά δεν δραστηροποιούνται να τα αντιμετωπίσουν παρά τις εθνικές και διεθνείς απαιτήσεις

Το 2017, η Ταϊβάν πέρασε τον νόμο περί εργασιακών κανόνων, ο οποίος εξουσιοδοτεί την επιβολή των εργατικών παραβάσεων εντός της δικαιοδοσίας της Ταϊβάν, αλλά αρκετά χρόνια νωρίτερα οι νομοθέτες της Ταϊβάν ψήφισαν ότι τα υπεράκτια αλιευτικά σκάφη δεν εμπίπταν πλέον στη δικαιοδοσία της Ταϊβάν.

Η Allison Lee, γραμματέας της Ένωσης Μεταναστών Ψαράδων της Yilan, που εδρεύει στην κομητεία Yilan της Ταϊβάν, τεκμηριώνει τα ευρήματα που υποστηρίζουν ότιστα παράκτια σκάφη, περίπου το 60 τοις εκατό των ψαράδων βιώνουν κάποιο είδος κακοποίησης και αναμένεται πως στα υπεράκτια, το ποσοστό θα είναι πολύ υψηλότερο. Η ένωση αποκάλυψε επίσης ότι τα δικαστήρια αποφασίζουν κατά των καταγγελιών εργασίας, ισχυριζόμενοι ότι οι συνθήκες για τους εργάτες, συμπεριλαμβανομένων των μισθών, είναι συγκριτικά πολύ υψηλότερες στην Ταϊβάν από ό,τι στις χώρες προέλευσης τους, και ότι ήδη επωφελούνται από τη σκληρή τους εργασία στην Ταϊβάν. Η κακοποίηση, η εκμετάλλευση και οι ξυλοδαρμοί, σύμφωνα με τα δικαστήρια, αποτελούν μέρος των “παροχών” που προέρχονται από το να ζουν και να εργάζονται στην αλιευτική βιομηχανία της Ταϊβάν. Ωστόσο, η Lee ένιωθε ότι η κατάσταση αλλάζει και πως σε 5 ή 10 χρόνια θα υπάρξει βελτίωση. Επιπλέον, ένας εκπρόσωπος του EJF δήλωσε ότι, με τις ανακαλύψεις να ασκούν πίεση στην κυβέρνηση, δείχνοντας πως το πρόβλημα είναι πολύ χειρότερο, οι ΜΚΟ ήταν ελπιδοφόρες για μια αλλαγή.

Εν τω μεταξύ, η μόνη ένωση που εκπροσωπεί τους μετανάστες ψαράδες στην Ταϊβάν γενικά λαμβάνει αναφορές από εργάτες από λιμάνια σε όλη την Ταϊβάν που αναζητούν τη βοήθεια της ένωσης, αλλά καθώς αυτή βασίζεται στη δουλειά εθελοντών, λίγα μπορούν να γίνουν και η πίεση είναι υπερβολική. 

Στις αρχές του 2018, δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός που ονομάζεται «Ανθρώπινα δικαιώματα για τους μετανάστες ψαράδες» με εκπροσώπους από την Greenpeace, το Environmental Justice Foundation, την Ένωση Ψαράδων Μεταναστών Yilan, την Πρεσβυτεριανή Εκκλησία των Ναυτικών της Ταϊβάν και το Κέντρο Εξυπηρέτησης Ψαράδων, το Serve the People Association, την Διεθνή Ένωση Εργαζομένων της Ταϊβάν και την Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ταϊβάν με στόχο τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης της έλλειψης εφαρμογής του νόμου του 2017. Η Lee έχει δει πολλά άτομα να εγκαταλείπουν την αναζήτηση λύσης σε αυτό το πρόβλημα αφού δεν βλέπουν άμεσα αποτελέσματα (16).

Δυτική Αφρική και Λας Πάλμας, Κανάριοι Νήσοι:

[Οι ακόλουθες πληροφορίες είναι μια σύνοψη της έκθεσης του EJF(7 )εκτός αναναφέρεται άλλη πηγή]

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2010, το προσωπικό του EJF στη Σιέρρα Λεόνε κατέγραψε το Marcia 707, ένα σκάφος υποστήριξης κανό με Κορεάτικη σημαία, το οποίο χρησιμοποιούσε παράνομα κανό και όταν πήρε συνέντευξη από τα πληρώματα των κανό, το EJF έμαθε ότι ήταν από τη Σενεγάλη, τουλάχιστον τρία μέλη του πληρώματος ήταν 14 ετών και βρίσκονταν στη θάλασσα για τρεις μήνες κάθε φορά. Έβγαιναν στη θάλασσα κάθε μέρα στα κανό τους πριν επιστρέψουν στο πλοίο τη νύχτα για να ξεφορτώσουν τα ψάρια που προορίζονταν για την ΕΕ. Η αυτοσχέδια δομή που χρησιμοποιήθηκε για να φιλοξενήσει έως 200 άτομα είχ περιορισμένους χώρους και επικρατούσαν σε αυτήν ανθυγιεινές συνθήκες. 

Τον Νοέμβριο του 2008, το EJF βοήθησε το θαλάσσιο παράρτημα ενόπλων δυνάμεων της Δημοκρατίας της Σιέρα Λεόνε (RSLAF) να καταλάβει το Apsari 3 το οποίο έπλεε υπό Κορεάτικη σημαία και είχε 36 μέλη πληρώματος από την Κορέα, την Κίνα, το Βιετνάμ, την Ινδονησία και τη Σιέρρα Λεόνε. Τα μέλη του πληρώματος από την Ασία είχαν προσληφθεί στην πατρίδα τους και είχαν πετάξει στο λιμάνι του Λας Πάλμας στις Καναρίους Νήσους για να βρουν το σκάφος κατά την εκφόρτωση των αλιευμάτων του. Τα συμβόλαιά τους ορίστηκαν για διάρκεια δύο χρόνων χωρίς πιθανότητα επίσκεψης στο σπίτι – ένας άντρας δεν είχε καν συναντήσει τον 18μηνο γιο του. 

Για χώρους ύπνου, οκτώ άνδρες μοιράζονταν μια μικρή περιοχή στο αμπάρι με τέσσερις “κουκέτες” φτιαγμένες από σανίδες και χαρτόνι. Τέσσερις κοιμόντουσαν στο χώρο χωρίς παράθυρο που οδηγούσε κατευθείαν στο αμπάρι με τα ψάρια, ενώ οι άλλοι τέσσερις δούλευαν τη μεγάλης διάρκειας βάρδια τους. Τα μέλη του πληρώματος από τη Σιέρρα Λεόνε παραλήφθηκαν στο Freetown και προσλήφθηκαν χωρίς συμβόλαια και δεν πληρώθηκαν σε μετρητά. Αντ ‘αυτού πληρώθηκαν σε κουτιά κατεψυγμένων “ψαριών για πέταμα” (δηλαδή που αλιεύονται ως παρεμπίπτον αλίευμα), τα οποία στη συνέχεια έπρεπε να πουλήσουν τοπικά. Παρόλο που γνώριζαν ότι το σκάφος στο οποίο εργάζονταν, εξαντλούσε τα τοπικά αποθέματα ψαριών καταστρέφοντας τα προς το ζην άλλων ψαράδων, αυτοί οι άντρες ένιωθαν ότι δεν είχαν πολλές επιλογές παρά να δεχτούν την εργασία. Μερικοί από αυτούς που διερευνήθηκαν ανέφεραν ότι οποιοδήποτε παράπονο γινόταν στον καπετάνιο του πλοίου σχετικά με τις συνθήκες, την αμοιβή ή τη μεταχείριση που έτυχαν, θα είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο τερματισμό της δουλειάς και εγκατάλειψη στην πλησιέστερη παραλία. 

Η κακή μεταχείριση του πληρώματος επί των σκαφών παράνομου, λαθραίου και άναρχου αλιεύματος (IUU) που λειτουργούν στη Δυτική Αφρική δεν περιοριζόταν στα Marcia 707 και Apsari 3. Οι έρευνες του EJF επί των σκαφών IUU στην Σιέρρα Λεόνε και στο Λας Πάλμας ανέδειξαν περισσότερα παραδείγματα κακού ή ανύπαρκτου εξοπλισμού ασφαλείας, ανεπαρκών προτύπων υγιεινής και εξαιρετικά κακών προτύπων τροφίμων και διαμονής (21).

Νότια Αφρική (εκμετάλλευση από την Ταϊβάν):

Το 2014, μια διεξοδική έκθεση (6) δημοσιεύθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό για τη Μετανάστευση (IOM), η οποία αποκάλυψε την εκμετάλλευση 31 ενήλικων καμποτζιανών ψαράδων (24-54 ετών) που έχουν διακινηθεί από και προς τη Νότια Αφρική, παρόλο που στην πλειοψηφία (17), τους είχαν πει πως θα εργαστούν στην Ιαπωνία και μόνο έξι από αυτούς ήξεραν ότι θα πήγαιναν στη Νότια Αφρική. Ωστόσο, ένας πάροχος υπηρεσιών ανέφερε και περιστατικά ανήλικα με αγόρια, 16 και 17 ετών όταν προσλήφθηκαν, που έχουν επίσης διακινηθεί. Σε άλλους είχαν πει ότι θα πήγαιναν σε άλλες χώρες (Κίνα, Νεπάλ, Σιγκαπούρη). 

Αυτοί οι άνδρες ανέφεραν ότι είχαν διακινηθεί και τους είχαν εκμεταλλευτεί μαζί με αλιείς από άλλες χώρες, όπως την Κίνα, την Ινδονησία, τη Μαλαισία, τη Μιανμάρ, τις Φιλιππίνες, την Ταϊβάν και το Βιετνάμ.

Επισήμως, η πλειοψηφία αυτών προσλήφθηκαν για να εργαστούν ως ψαράδες από την Giant Ocean International Fishery Company Limited (“Giant Ocean”), μια εταιρεία προσλήψεων που είχε εγγραφεί νόμιμα στο Υπουργείο Εργασίας και Επαγγελματικής Κατάρτισης της Καμπότζης (MoLVT), αν και μερικοί άντρες είχαν συμφωνήσει μόνο προφορικά. Για τους περισσότερους άνδρες, τους είχαν υποσχεθεί μισθό 150$ τον μήνα, μαζί με μπόνους για επιπλέον εργασία ή για την αλίευση συγκεκριμένων ειδών ψαριών. Τα σχέδια για τα ταξίδια των διακινούμενων καμποτζιανών ψαράδων πραγματοποιήθηκαν και πληρώθηκαν από το γραφείο πρόσληψης, με τους άνδρες να λαμβάνουν τα εισιτήριά τους στο αεροδρόμιο πριν την αναχώρηση. Μερικοί άνδρες αναγνώρισαν την εθνικότητα του καπετάνιου στο σκάφος τους, αν και αυτό δεν ήταν σαφές σε όλες τις περιπτώσεις. Συνήθως, σύμφωνα με εκείνους που απάντησαν σε αυτήν την ερώτηση, ο καπετάνιος ήταν είτε από την Κίνα είτε από την Ταϊβάν, με δύο καπετάνιους να είναι από την Ιαπωνία.

Όλοι οι ψαράδες από την Καμπότζη περιέγραψαν πολύ σκληρές συνθήκες εργασίας στα αλιευτικά σκάφη που βρίσκονταν (τουλάχιστον 18 ώρες την ημέρα και περίπου οι μισοί από αυτούς ανέφεραν ότι εργάζονταν 20 ώρες την ημέρα ή περισσότερο), το οποίο χαρακτηρίζεται ως εκπληκτικό στην έκθεση επειδή οι περισσότεροι άντρες ήταν ήδη εξοικειωμένοι με τη σκληρή χειρωνακτική εργασία στην χώρα καταγωγής τους, όπου είχαν δουλέψει στις κατασκευές και στη γεωργία. Δύο μεγαλύτεροι άντρες που επιβίωσαν το καθεστώς του Pol Pot έκαναν μια αξιοσημείωτη παρατήρηση και σύγκριναν τη ζωή εκείνης της βάναυσης εποχής στην Καμπότζη και την εργασία στα αλιευτικά σκάφη:

“Ήμουν τόσο χαρούμενος όταν μπόρεσα να επιστρέψω σπίτι [στην Καμπότζη]. Ακόμα θυμάμαι ότι οι συνθήκες εργασίας [στο σκάφος] ήταν τόσο κακές. Ήταν πιο δύσκολες από το καθεστώς του Pol Pot. Ο Pol Pot μας έδινε αρκετό χρόνο να ξεκουραστούμε, αλλά στο πλοίο, ήταν πολύ λιγότερος [ο χρόνος ξεκούρασης]. “

“Ακόμα και όταν ήμασταν άρρωστοι ή τραυματισμένοι, μας ανάγκαζαν να εργαστούμε… Ήταν πιο βάναυση από το καθεστώς του Pol Pot. Ο Pol Pot μας έδινε αρκετό χρόνο να ξεκουραστούμε, τουλάχιστον μία ή μισή ώρα να ξεκουραστούμε, αλλά αυτοί όχι. [στο αλιευτικό σκάφος] αν έβλεπαν ότι δεν ήμασταν απασχολημένοι, μας έδιναν δουλειά. Τα πόδια και τα χέρια μου πονούσαν τόσο πολύ, έγιναν τόσο άκαμπτα.”

Οι άνδρες αναγκάζονταν να εργαστούν ακόμη και όταν ήταν άρρωστοι, τραυματισμένοι ή εξαντλήμενοι και κακοποιούνταν σωματικά αν τους έβρισκαν να ξεκουράζονται. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν κακές – ανθυγιεινές και απάνθρωπες. Οι άνδρες μίλησαν για τα όσα υπόφεραν λόγω της έλλειψης (ή της κακής ποιότητας) φαγητού και πόσιμου νερού. Οι χώροι διαβίωσης στα αλιευτικά σκάφη ήταν περιορισμένοι, μερικές φορές χωρίς αρκετό χώρο για να μπορούν να ξαπλώσουν οι άντρες. 

Όλοι από τους 31 Καμπότζους, εκτός από 2, υπέστησαν σωματική κακοποίηση και βία, ενώ διακινούνταν σε αλιευτικά σκάφη στα ύδατα γύρω από τη Νότια Αφρική. Όπως περιγράφουν οι ίδιοι, υπέστησαν ένα ευρύ φάσμα επιθέσεων και κακοποιητικών συμπεριφορών – τους χτυπούσαν με χέρια και γροθιές, τους ξυλοκοπούσαν με μπαστούνια και μπαμπού και τους επιτίθονταν με άλλα είδη όπλων. Κανένας από αυτούς δεν ανέφερε ότι βίωσε ή είδε σεξουαλική κακοποίηση σε αλιευτικά σκάφη ενώ βρίσκονταν υπό εκμετάλλευση, αλλά οι πάροχοι υπηρεσιών στην Καμπότζη (που βοηθούν θύματα εμπορίας ανθρώπων) έχουν βοηθήσει έναν μικρό αριθμό ανδρών θυμάτων που ανέφεραν ότι είχαν βιώσει σεξουαλική βία ενώ διακινούνταν για ψάρεμα. Επίσης, άλλες μελέτες έχουν βρει ενδείξεις ότι μπορεί να έχουν γίνει σεξουαλικές επιθέσεις.

Καθώς βρίσκονταν στη θάλασσα για μήνες και ακόμη και χρόνια, συχνά αγνοούσαν ότι οι μισθοί τους δεν είχαν σταλεί στα μέλη της οικογένειάς τους. Μερικοί άνδρες σχολίασαν ότι δεν έλαβαν ποτέ καμία πληρωμή για τη δουλειά που έκαναν στα αλιευτικά σκάφη στα παράκτια της Νότιας Αφρικής. Σε άλλες περιπτώσεις, οι μισθοί των ανδρών καταβάλλονταν στην οικογένειά τους στην Καμπότζη στην αρχή, αλλά στη συνέχεια έπαψαν οι πληρωμές (από έναν έως τρεις μήνες μετά).

Οι άνδρες που έδωσαν συνέντευξη στον IOM αναγνώρισαν διάφορες υπηρεσίες που λειτουργούν στην Καμπότζη όπου μπορούσαν να πάνε για να ζητήσουν βοήθεια, αν και έλαβαν λίγη ή καθόλου βοήθεια μετά την κατάστασή τους, παρά το γεγονός ότι είχαν αναγνωριστεί ως θύματα εμπορίας ανθρώπων από το κράτος ή / και από ΜΚΟ και διεθνείς οργανισμούς. Όπως δήλωσε ένας από τους άντρες, μια μορφή βοήθειας που έλαβαν ήταν η νομική υποστήριξη για την υποβολή καταγγελίας κατά του πρακτορείου προσλήψεων Giant Ocean, παρόλο που δεν είχαν μεγάλες προσδοκίες για το αποτέλεσμα παρά τις προσπάθειες της ΜΚΟ.

Ευτυχώς στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως αναφέρεται στην έκθεση:

Στις 29 Απριλίου 2014, το δημοτικό δικαστήριο της Phnom Penh ανακοίνωσε την απόφασή του για την υπόθεση της Giant Ocean – βρίσκοντας την ιδιοκτήτρια της Giant Ocean International Fishery Co. Ltd. ένοχη για την εμπορία ανθρώπων και καταδικάζοντας τη σε δέκα χρόνια φυλάκισης, μαζί με πέντε άλλα άτομα από την Ταϊβάν, τα οποία συμμετείχαν στην υπόθεση και δικάστηκαν ερήμην. Επιπλέον, ο δικαστής διέταξε τους εμπόρους να πληρώσουν δικαστικά έξοδα και αποζημίωση σε 154 μέλη της κοινωνίας τον πολιτιών (δηλαδή άτομα που διακινήθηκαν και τις οικογένειές τους). Η φερόμενη ιδιοκτήτρια της Giant Ocean, μια γυναίκα από την Ταϊβάν που ζούσε στην Καμπότζη, εγκατέλειψε την Καμπότζη για κάποιο χρονικό διάστημα και συνελήφθη μόνο τον Μάιο του 2013, όταν η αστυνομία την βρήκε να κρύβεται στην επαρχία Siem Reap με ψευδώνυμο. Επιπλέον, τα πέντε άλλα άτομα από την Ταϊβάν που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ερήμην παρέμειναν ελεύθερα (κατά την σύνταξη της έκθεσης). Επίσης, πολλοί άνδρες που έδωσαν συνέντευξη για τη σχετική μελέτη μίλησαν πολύ συγκεκριμένα για Καμπότζους υπηκόους που εργάζονταν στο γραφείο προσλήψεων της Giant Ocean. Όλοι οι άντρες περιέγραψαν και ονόμασαν τους ίδιους τρεις άντρες που τους προσέλαβαν, τακτοποίησαν τα έγγραφά τους, τους εκπαίδευσαν και τους συνόδευσαν στο αεροδρόμιο κατά την αναχώρηση. Ωστόσο, κανείς υπήκοος της Καμπότζης δεν έχει κατηγορηθεί στην υπόθεση εναντίον του Giant Ocean.

Οι σχέσεις με τα μέλη της οικογένειας τους και της κοινότητας τους έγιναν περίπλοκες αφότου οι άντρες επέστρεψαν στην Καμπότζη από την εμπορία τους. Οι άνδρες δήλωσαν ότι ντρέπονταν να επιστρέψουν χωρίς χρήματα. Μερικοί [άνδρες] ένιωθαν πως είχαν υποστήριξη από μέλη της οικογένειας και της κοινότητας τους, αλλά άλλοι δυσκολεύτηκαν όταν τα μέλη της κοινότητας δεν έδειξαν κατανόηση για την κατάσταση τους.”

Ινδονησία

Η περίπτωση της Ινδονησίας είναι η μόνη στην οποία αντέδρασε αμέσως το κράτος, μετά την αποκάλυψη το 2014 της εκμετάλλευσης ανθρώπων που εργάζονταν σε ξένα αλιευτικά σκάφη, γεγονός που οδήγησε στην εγκατάλειψη 4000 ψαράδων από ξένα σκάφη σε απομακρυσμένα νησιά της χώρας, πέντε μήνες μετά την έγκριση αναστολής της ξένης αλιείας από την κυβέρνηση. Η πλειοψηφία ήταν από τη Μιανμάρ και καθ’οδόν προς την Ταϊλάνδη για την αναζήτηση απασχόλησης. Άλλοι ήταν από την Καμπότζη και μερικοί από τα φτωχότερα μέρη της Ταϊλάνδης. Ο IOM συνεργαζόταν για χρόνια με τις ινδονησιακές αρχές για τη διάσωση εκατοντάδων ψαράδων που αναγνωρίστηκαν ως θύματα εμπορίας. Όπως δήλωσε το Associated Press, μερικοί από αυτούς ξυλοκοπήθηκαν και ακόμη κλειδώθηκαν σε κλουβιά – αναγκάστηκαν να ψαρεύουν και τα αλιεύματά τους κατέληξαν στις αλυσίδες εφοδιασμού αμερικανικών σούπερ μάρκετ και εστιατορίων (3). Το 2015, η Hagar, μια μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα την Αυστραλία, βοήθησε στην επανένταξη μερικών από τα εκατοντάδες αγόρια και νεαρούς άνδρες που διασώθηκαν, αλλά δυστυχώς ορισμένοι από αυτούς κατέληξαν να επιστρέψουν στην αλιευτική βιομηχανία, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος που γνώριζαν να βγάζουν τα προς το ζήν(21)

Ταϊλάνδη

Η Ταϊλάνδη ήταν το κέντρο εστίασης της εμπορίας ανθρώπων και της καταναγκαστικής εργασίας σε αλιευτικά σκάφη για χρόνια. 

 

Το 2013, η φινλανδική οργάνωση Finnwatch δημοσίευσε μια έκθεση (της οποίας μόνο η περίληψη είναι στα Αγγλικά και μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ) με τον τίτλο “Cheap has a high price” (‘Το φθηνό έχει υψηλό τίμημα’) και αυτό οδήγησε σε μια μάχη 6 ετών μεταξύ της ταϊλανδέζικης Natural Fruit Company (η έκθεση δεν περιορίζεται στο να σχολιάσει παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην αλιευτική βιομηχανία αλλά και εκείνες που διέπραξε η εταιρεία Natural Fruit Company) και του ακτιβιστή Andy Hall ο οποίος ήταν ένας από τους συντάκτες της έκθεσης και κάτοικος Ταϊλάνδης. Η εταιρεία τον μήνυσε για δυσφήμιση, όπως και μήνυσε το “Al Jazeera” για τη συνέντευξη του σχετικά με τα δικαιώματα των μεταναστών εργατών στην Ταϊλάνδη. Η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης υποστήριξε τις νομικές ενέργειες της Natural Fruit Company (22).

Το 2014, δημοσιεύθηκε μια έκθεση από την εφημερίδα Guardian, η οποία αποκάλυψε απίστευτες φρικαλεότητες (2). Βάσει αυτής της αναφοράς, δημιουργήθηκαν κάποιες ταινίες κινουμένων σχεδίων από την Kyra Bartley (‘Δουλεία στην αλιευτική βιομηχανία της Ταϊλάνδης: πώς οι εργάτες οδηγούνται σε αυτοκτονία‘,‘Δουλεία στην αλιευτική βιομηχανία της Ταϊλάνδης: πώς ένας εργάτης βασανίστηκε και σκοτώθηκε‘). Ένα χρόνο αργότερα, η Guardian επέστρεψε για να επανεκτιμήσει την κατάσταση η οποία δεν είχε αλλάξει καθόλου. Μπορείτε να δείτε εδώ το σχετικό ρεπορτάζ. Επιπλέον, το 2016, το EJF κυκλοφόρησε ένα μίνι ντοκιμαντέρ με τίτλο THAILAND’S SEAFOOD SLAVES το οποίο μπορείτε να δείτε εδώ.

 

Το 2018, μια έκθεση του HRW (Human Rights Watch) ανέφερε ότι οι παραβιάσεις δικαιωμάτων σε μια από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές βιομηχανίες της Ταϊλάνδης συνεχίστηκαν αμείωτες, οι οποίες συμπεριλάμβαναν την καταναγκαστικής εργασίας και την εκτεταμένη εμπορία ανθρώπων (23). Το 2015, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε “κίτρινη κάρτα” στην Ταϊλάνδη βάσει του παράνομου, λαθραίου και άναρχου (IUU) αλιευτικού της πλαισίου, απειλώντας να απαγορεύσει τις αλιευτικές εισαγωγές από την Ταϊλάνδη εάν η κυβέρνηση δεν κατάφερνε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στην αλιευτική της βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων και των παραβιάσεων εργασιακών δικαιωμάτων. Επίσης, το 2014, το Υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α. υποβάθμισε την Ταϊλάνδη στον κατάλογο παραβατών “επιπέδου 3” (δηλαδή χειρότερων παραβατών) μαζί με 22 άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και της Βόρεια Κορέας, του Ιράν και της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας στην ετήσια κατάταξη των χωρών με βάση τις προσπάθειες τους για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (το 2019, [η Ταϊλάνδη] βρισκόταν στο “επίπεδο 2”). Η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης ανταποκρίθηκε τότε με ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που περιείχε και νέους νόμους για τη ρύθμιση και βελτίωση των συνθηκών εργασίας, της καταγραφής και των μισθών των μεταναστών ψαράδων. Ωστόσο, ο Brad Adams, διευθυντής του Human Rights Watch στην Ασία, δήλωσε ότι παρόλο που έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος, η επιμονή της εμπορίας και της καταναγκαστικής εργασίας σε αλιευτικά σκάφη ανέδειξε ότι πολλές από τις μεταρρυθμίσεις ήταν απλά επιφανειακές και η καταναγκαστική εργασία ήταν ακόμα ρουτίνα.

Τον Ιανουάριο του 2019, η Βασιλική κυβέρνηση της Ταϊλάνδης επικύρωσε τη Σύμβαση της ΔΟΕ για την Απασχόληση στην Αλιεία (C188), καθιστώντας την πρώτη από τις χώρες στην Ασία που το έκανε, και μετά την επικύρωση διεθνών συνθηκών το 2018 και στις αρχές του 2019, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατήργησε την κίτρινη κάρτα εναντίον της Ταϊλάνδης για παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία. Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 2019, ο εμπορικός εκπρόσωπος των ΗΠΑ (USTR) ανέστειλε 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια σε προτιμησιακούς δασμούς για πολλές ταϊλανδέζικες εισαγωγές λόγω ανησυχιών για παραβιάσεις και αδύναμη προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της δικαστικής παρενόχλησης ακτιβιστών. Η Ταϊλάνδη είχε μέχρι τον Απρίλιο του 2020 να λάβει μέτρα για την αποκατάσταση των εμπορικών προνομίων της (24)

Προφανώς, η αναθεώρηση του Νόμου του 2015 περί Σύγχρονης Δουλείας του Ηνωμένου Βασιλείου που πραγματοποιήθηκε πριν από 3 χρόνια, μαζί με τον Νόμο περί Σύγχρονης Δουλείας της Αυστραλίας που τέθηκε σε ισχύ πέρυσι (οι πρώτες δηλώσεις αναμένονται σε 2 μήνες) και η νομοθεσία της New South Wales ξεχωριστά (που δεν είναι ξεκάθαρο εάν έχει τεθεί σε ισχύ ακόμη) είχαν κάποια επίδραση.

Στις 31 Μαΐου 2020, το Εφετείο της Ταϊλάνδης αποφάσισε υπέρ του Andy Hall και στις 30 Ιουνίου 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ταϊλάνδης δέχθηκε την απαλλαγή του Εφετείου. Εν τω μεταξύ, στις 7 Νοεμβρίου 2016, ο Andy Hall έφυγε από την Ταϊλάνδη γιατί φοβόταν για την ασφάλειά του και τη συνεχή δικαστική παρενόχληση(25).

Αυτό που συνέβη στην Ταϊλάνδη και η δημοσιότητα γύρω από αυτό οδήγησαν στη δημιουργία 2 ταινιών που παρουσιάστηκαν και οι δύο στο φεστιβάλ ταινιών Berlinale του 2019. Μπορείτε να πάρετε μια γεύση από τις ταινίες και τα κίνητρα των σκηνοθετών τους που οδήγησαν στη δημιουργία τους, στο σχετικό ρεπορτάζ του Al Jazeera:

 

Τέλος, μπορείτε να βρείτε και να κατεβάσετε τις 4 αναφορές του EJF (σχετικά με την κατάσταση στην Ταϊλάνδη από το 2013 έως το 2015) εδώ, μαζί με την έκθεση του Ινστιτούτου Issara και της International Justice Mission για το 2017 εδώ και τις 2 εκθέσεις του Freedom Fund για τα έτη 2018-2019 εδώ.

Εάν θέλετε να υποστηρίξετε έναν από τους επιζώντες από την Καμπότζη, τον Vannak Anan Prum, ο οποίος διασώθηκε το 2011 με τη βοήθεια του LICADHO, έναν οργανισμό ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Καμπότζης, μετά από 5 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας (4 χρόνια σε ένα ταϊλανδικό αλιευτικό σκάφος και 1 έτος σε μια φυτεία φοινικέλαιου στις ακτές της Μαλαισίας), μπορείτε να αγοράσετε το κόμικ του (όπου γράφει και εικονογραφεί λεπτομερώς αυτές τις φρικτές εμπειρίες) εδώ. Σκοπεύει τώρα να δημιουργήσει μία ταινία κινουμένων σχεδίων μεγάλου μήκους βασισμένη στα απομνημονεύματά του και το επόμενο βιβλίο του θα περιέχει ιστορίες για τη δουλεία που υπέστησαν άλλα άτομα, συμπεριλαμβανομένης της σωματεμπορίας και των γυναικών που πωλούνται ως νύφες (21)

Ηνωμένο Βασίλειο

 Ιρλανδία & Σκωτία

Η περίπτωση της Ιρλανδίας, μαζί με τη Σκωτία, για πρώτη φορά είδε το φως της δημοσιότητας το 2008, όταν καταγγέλθηκε από την ένωση Διεθνή Ομοσπονδία Μεταφορών (ITF) και η Ιρλανδική κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι “κάνει τα στραβά μάτια”, μία κριτική που βέβαια αρνήθηκε [η κυβέρνηση] ισχυριζόμενη ότι όλες οι ανησυχίες για την εμπορία ανθρώπων λαμβάνοταν σοβαρά υπόψη. Η Ιρλανδική κυβέρνηση προωθούσε τον τομέα των θαλασσινών ύψους 850 εκατομμυρίων ευρώ (936 $) ετησίως, ως ζωτικό, βιώσιμο και γηγενές τμήμα της οικονομίας.

Το 2015, η Guardian αποκάλυψε, μετά από έρευνα 12 μηνών, ότι οι διακινούμενοι μετανάστες εργάτες από την Αφρική και την Ασία κακοποιούνταν στην Ιρλανδική αλιευτική βιομηχανία, ειδικότερα οι παράτυποι ψαράδες από τη Γκάνα, Φιλιππίνες, Αίγυπτο και Ινδία είναι το προσωπικό σε σκάφη που βρέθηκαν σε λιμάνια από το Κορκ μέχρι και το Galway, με ειδικότητα στην αλιεία γαρίδων και λευκών ψαριών, τα περισσότερα από τα οποία εξάγονται σε σούπερ μάρκετ, εστιατόρια, και ψαραγορές σε όλη την Ευρώπη, την Αμερική και την Άπω Ανατολή.

Τα θύματα πληρώνονταν λιγότερο από το μισό του ιρλανδικού κατώτατου μισθού που θα ίσχυε αν εργάζονταν νόμιμα. Επίσης, υπέφεραν από στέρηση ύπνου. Η δουλειά δεν ήταν μόνο σωματικά εξαντλητική και επικίνδυνη, αλλά και ψυχοφθόρα, όπως ανέφερε ένα από τα θύματα στους ερευνητές: η μοναξιά, η απομόνωση, η έλλειψη ελευθερίας και ο συνεχής φόβος απέλασης εάν βγουν από το σκάφος είναι μερικές από τις επιπτώσεις της εκμετάλλευσης που βίωσαν. Μερικοί πηδούν από τα πλοία και βρίσκουν άλλα σκάφη για να εργαστούν όπου η κατάσταση είναι συνήθως καλύτερη (ένα μοτίβο που ανακάλυψαν οι ερευνητές μετά από συνέντευξεις με πολλά θύματα εμπορίας ανθρώπων).

Η έρευνα της εφημερίδας Guardian έδειξε ότι ορισμένοι ιδιοκτήτες σκαφών και πρακτορεία πληρώματος διακινούσαν λαθραία Αφρικανούς και Φιλιππινέζους εργάτες στην Ιρλανδία μέσω σημείων εισόδου σε αεροδρόμια του Λονδίνου (Heathrow) και του Μπέλφαστ, έπειτα μεριμνούσαν για να διασχίσουν οδικώς από τη Βόρεια Ιρλανδία, αποφεύγοντας έτσι τους Ιρλανδικούς ελέγχους μετανάστευσης. Αυτό το πετύχαιναν εκμεταλλευόμενοι ένα νομικό παραθυράκι που είχε σχεδιαστεί για τη διεθνή εμπορική ναυτιλία (8), δίνοντάς τους άδεια διέλευσης, συνήθως μόνο 48 ωρών, προκειμένου να περάσουν από τη χώρα κατευθείαν σε ένα σκάφος. Ωστόσο, όπως εξήγησε ο Diego Archer, ένας κορυφαίος εμπειρογνώμονας στο δίκαιο της θαλάσσιας μετανάστευσης, στο Fragomen Worldwide: “Ο σκοπός της άδειας διέλευσης στη θαλάσσια μετανάστευση είναι η είσοδος και έξοδος από μια χώρα. Δεν είναι για σκοπούς απασχόλησης. Η αλιεία στα χωρικά ύδατα είναι μια δραστηριότητα εργασίας, όχι διέλευσης.”  (26)

Σε επισκέψεις στο λιμάνι Howth του Δουβλίνου, στο Rossaveel του Galway, στο Killybegs του Donegal, στο Arklow του Wicklow, στο Kilmore Quay του Wexford, σε πολλά από τα πιο παραγωγικά λιμάνια του County Cork, όπως το Castletownbere, το Union Hall και Kinsale, και Dunmore East του County Waterford, η Guardian εντόπισε παράτυπους μετανάστες εργάτες, οι οποίοι απασχολούνταν κατά παράβαση των κανονισμών ασφάλειας, απασχόλησης και μετανάστευσης. 

Αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε λόγω του ότι, το 2008, οι ντόπιοι ψαράδες ξεκίνησαν να αφήνουν τη σκληρή ζωή στη θάλασσα για να εργαστούν σε εργοτάξια και έγινε όλο και πιο δύσκολο να βρεθεί τοπικό πλήρωμα.

Μια επίσημη πηγή είπε ότι οι αρχές και η βιομηχανία είχαν υπόψη τους τις εκμεταλλεύσεις εργασίας αλλά ήταν απρόθυμες να δράσουν.

Κατά τη δεκαετία 1995-2015, υπήρξαν ακόμη και πολλαπλά θανατηφόρα ατυχήματα με θύματα ξένους εργάτες σε Ιρλανδικά αλιευτικά σκάφη, όπου εντοπίστηκαν σημαντικές ελλείψεις ασφαλείας και παραβιάσεις των κανονισμών σε πολλές περιπτώσεις. Μία γνωστή περίπτωση είναι μια Ιρλανδική τράτα που βυθίστηκε το 2012, οδηγώντας στο θάνατο πέντε άτομων. Από τα έξι άτομα στο πληρώμα, τα τέσσερα ήταν Αιγύπτιοι και δύο, συμπεριλαμβανομένου του καπετάνιου, ήταν Ιρλανδοί. Ο μόνος επιζώντας ήταν Αιγύπτιος. Το σκάφος είχε άδεια για να μεταφέρει 5 άτομα, παρόλο που μετέφερε 6. Είναι πιθανό πως μία από τις πιο σημαντικές αιτίες του συμβάντος ήταν η σοβαρή έλλειψη ύπνου του πληρώματος – μόλις τέσσερις με πέντε ώρες από τις 40 ώρες που ήταν έξω το σκάφος. Και πώς οι Αιγύπτιοι πηγαίνουν μέχρι την Ιρλανδία χωρίς άδεια και τα σχετικά έγγραφα; Συνήθως φτάνουν μέσω τετριμμένων δρομολογίων λαθρεμπορίου που υπάρχουν σε όλη τη Μεσόγειο και σε φορτηγά σε ολόκληρη την Ήπειρο, όπως μας ενημερώνει η Guardian.

Η δημοσίευση της έρευνας πραγματοποιήθηκε σχεδόν δύο χρόνια μετά από αστυνομική έρευνα σχετικά με την εμπορία ανθρώπων και την παράνομη εργασία στον τομέα της αλιείας της Σκωτίας, με αποτέλεσμα να κατηγορηθούν ορισμένοι καπετάνιοι αλιευτικών σκαφών που χρησιμοποιούσαν “δουλεμπόριο”, έγκλημα που είχε υπογραμμίσει για πρώτη φορά η Scottish Sunday Express το 1998. Το 2013, τουλάχιστον 50 άτομα, κυρίως Φιλιππινέζοι, απελευθερώθηκαν από αλιευτικά σκάφη. Η έκθεση του Κέντρου Εμπορίου Ανθρώπων του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφερε ότι αξιωματούχοι είχαν συναντήσει περισσότερα από 2.200 πιθανά θύματα εκμετάλλευσης στις Βρετανικές Νήσους το 2012, μεταξύ των οποίων τα 74 βρέθηκαν να εργάζονται στην αλιευτική βιομηχανία στη νοτιοδυτική Σκωτία. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει λάβει μέτρα για τον τερματισμό της εκμετάλλευσης και τον Δεκέμβριο του 2015 πέρασε το νομοσχέδιο για τη Σύγχρονη Δουλεία (αναθεώρηση του οποίου έγινε το 2017 όπως αναφέρθηκε παραπάνω) που ήταν ο πρώτος νόμος από τον 19ο αιώνα (27) που να ασχολείται με το θέμα.

Μετά την προαναφερθείσα έρευνα της εφημερίδας Guardian το 2015, συστάθηκε ειδική ομάδα εργασίας από την Ιρλανδική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της παράνομης απαχόλησης και κακομεταχείρισης Αφρικανικών και Ασιατικών μεταναστών από ιδιοκτήτες σκαφών στον ιρλανδικό στόλο. Αυτό οδήγησε στην δημιουργία 500 ειδικά διαμορφωμένων αδειών εργασίας για ψαράδες εκτός του ΕΟΧ, αν και ανώτερα στελέχη του κλάδου είχαν προβλέψει ότι, δεδομένης της έλλειψης εργατικού δυναμικού στον τομέα, θα χρειαστούν τουλάχιστον 1.000 άδειες για να διασφαλιστεί η προστασία όλων(28). Αυτές οι άδειες συνδέουν μεμονωμένους εργάτες σε συγκεκριμένα σκάφη.

Μια άλλη δημοσίευση από την Guardian και πάλι, μόλις πριν από δύο χρόνια, αποκάλυψε ότι Αφρικανοί άνδρες έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης σε Ιρλανδικές μηχανότρατες (29). Πιο συγκεκριμένα, είχαν υποστεί λεκτική ή σωματική βία, και ένας από τους πέντε είχε βιώσει φυλετικές διακρίσεις.

Στις 12 Φεβρουαρίου 2019, τέσσερις ειδικοί εισηγητές του ΟΗΕ (σύγχρονη δουλεία, εμπορία προσώπων, φυλετικές διακρίσεις και ανθρώπινα δικαιώματα) έστειλαν προειδοποιητική επιστολή στην ιρλανδική κυβέρνηση, στην οποία επισήμαιναν ότι το σύστημα αδειών της Ιρλανδίας για τους μετανάστες εργάτες στις μηχανότρατες παραβιάζει το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιώμάτων. Αργότερα, μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου οδήγησε σε ψήφισμα κατά του ιρλανδικού κράτους σχετικά με το σύστημα αδειών εργασίας για μετανάστες ψαράδες. Η αγωγή ασκήθηκε από τη Διεθνή Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές (ITF) για ένα σχέδιο γνωστό ως το Άτυπο Πρόγραμμα Εργασίας για πληρώματα εκτός ΕΟΧ στον ιρλανδικό αλιευτικό στόλο. Η ITF ισχυρίστηκε ότι το σχέδιο δεν προστατεύει τους εργαζόμενους από την εκμετάλλευση και την εμπορία ανθρώπων, αλλά οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν από τους κρατικούς κατηγορούμενους. Το θέμα αναφέρθηκε εν συντομία ενώπιον του Υπουργού Δικαιοσύνης, Tony O’Connor, στο High Court στις 30 Απριλίου 2019 (30). Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν σχετικά με τη διαμεσολάβηση για το καθεστώς απασχόλησης αλιέων εκτός ΕΟΧ σε τμήματα του ιρλανδικού θαλάσσιου αλιευτικού στόλου βρίσκεται εδώ.

Ωστόσο, η Ιρλανδία κατατάχθηκε χειρότερη στη Δυτική Ευρώπη για την αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων φέτος, όπως αναφέρεται στην Έκθεση 2020 για την Εμπορία Ανθρώπων που δημοσιεύθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ πριν από ένα μήνα περίπου (31). Αυτή η έκθεση μείωσε την κατάταξη της Ιρλανδίας από τη λίστα δεύτερης βαθμίδας σε μια λίστα παρακολούθησης της δεύτερης βαθμίδας, πράγμα που σημαίνει ότι η χώρα δεν έχει αυξήσει τις προσπάθειές της για εξάλειψη της εμπορίας από πέρυσι. Άλλες χώρες αυτής της κατηγορίας είναι η Αρμενία, το Τσαντ, το Χονγκ Κονγκ και τη Ρουμανία, αλλά η Ιρλανδία είναι η μόνη χώρα στη Δυτική Ευρώπη σε αυτήν τη λίστα παρακολούθησης.

Ελίζα Δημητρά

Μετάφραση: ‘Ερικ Κάρουλλα –  μέλος της ομάδας Respond Crisis Translation

Αυτή η αναφορά γράφτηκε στα Αγγλικά για λογαριασμό του Aquatic Life Institute τον περασμένο Αύγουστο.