Καθώς οι δασικές πυρκαγιές και πλημμύρες μαίνονται με πρωτοφανή τρόπο σε όλο τον πλανήτη, οι ηγέτες του κόσμου πασχίζουν να μηχανευτούν ευρείας κλίμακας λύσεις για να διαφυλάξουν τα τελευταία ίχνη βιοποικιλότητας του πλανήτη. Ποιες είναι όμως οι υποθέσεις, πάνω στις οποίες θεμελιώνονται οι προτάσεις που διατυπώνονται; Οι Vijay Kolinjivadi και Gert Van Hecken εξετάζουν τον αντίκτυπο και τις εκδηλώσεις της σημερινής επικρατούσας λογικής σχετικά με την προστασία της φύσης από τον «Λευκό Σωτήρα» (το φαινόμενο White Saviour/Saviourism όπως λένε στα Αγγλικά), αλλά και πως αυτή αναζωπυρώνεται μέσω των επιζήμιων και αναχρονιστικών αντιλήψεων τιτλοποίησης, της πολιτισμικής οικειοποίησης και του εκτοπισμού.
Αναντίρρητα, η βιοποικιλότητα του πλανήτη διατρέχει σοβαρό κίνδυνο. Μια πρόσφατη πρόταση που έχει τραβήξει τα βλέμματα με στόχο την αντιμετώπιση αυτής της μείωσης, αφορά στον χαρακτηρισμό ως προστατευόμενων περιοχών το 30% της επιφάνειας της γης έως το 2030 (κοινώς αναφερόμενη ως Παγκόσμια Συμφωνία για τη Φύση, ή αλλιώς το Σχέδιο 30 μέχρι το 30). Η νέα αυτή πρόταση θα συζητηθεί στην κορυφαία ανά τον κόσμο διάσκεψη για τη βιοποικιλότητα που αναμένεται να πραγματοποιηθεί το 2022 στο Κούνμινγκ της Κίνας. Το 30% της προστασίας της «φύσης» θεωρείται αυτό καθαυτό ως μέρος ενός χάρτη πορείας που προσανατολίζεται προς την ιδέα μιας διεθνούς συμμαχίας που ακούει στο όνομα «Nature Needs Half» (Η Φύση Χρειάζεται το 50%) – μια εκστρατεία που απευθύνει έκκληση για να στραφεί το ήμισυ του πλανήτη προς τη φύση, αντί γίνει αντικείμενο ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Εκ πρώτης όψεως, η διατήρηση της φύσης φαντάζει ως λύση κοινής λογικής, δεδομένης της κατεπείγουσας ανάγκης να ληφθούν μέτρα δράσης που θα αναχαιτίσουν την εξαφάνιση των ειδών. Το χρονικό της καταστροφής από το ανθρώπινο γένος μιας παθητικής και αγνής φύσης είναι αρκετό, για να ξεσηκώσει ένα αίσθημα συμπόνοιας κάθε καλοπροαίρετου ανθρώπου. Ωστόσο, με μια ματιά πέραν του προφανούς προδίδεται το γεγονός ότι η τρέχουσα διάταξη προστασίας δεν συνιστά μόνο έναν επικίνδυνο περισπασμό από τις βαθύτερες αιτίες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, αλλά και την συνεχιζόμενη κληρονομιά των αποικιοκρατικών πρακτικών, όπως και αυτού του τρόπου σκέψης. Όπως περιγράφει ο ιστορικός Corey Ross, οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες αποδεκάτισαν την άγρια ζωή σε μεγάλα τμήματα της Αφρικής κατά τον 19ο αιώνα, για χάρη πρωτίστως της δασοκομίας, των εξορύξεων, της γεωργίας, και του κυνηγιού τροπαίων ως του χόμπυ μιας πλούσιας ελίτ. Όταν λοιπόν οι αποικιστές συνειδητοποίησαν τις συνέπειες των ενεργειών τους, επιδίωξαν να επανορθώσουν με πρόβλεψη ζωνών προστασίας που στόχο θα είχαν την διατήρησή τους, κατηγορώντας τους ντόπιους για τις πατροπαράδοτες πρακτικές επιβίωσής τους και ανακηρύσσοντας τους εαυτούς ως τους ειδικούς για τη διαφύλαξη της φύσης. Ο Ross επισημαίνει ότι η διακήρυξη της Ευρώπης ως «κυρίαρχος της φύσης» αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό της ιμπεριαλιστικής της ιστορίας, στοιχείο που αιτιολογεί τις ενέργειες καθυπόταξης των γηγενών πληθυσμών παγκοσμίως.
Δυστυχώς, η κληρονομιά του αποικιακού παρελθόντος δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί σημαντικά, ενώ αντ’ αυτού, έχει ενσωματωθεί στα πλαίσια ενός επαγγελματικού μηχανισμού τεχνικής και επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης. Τοποθετεί τον «Λευκό Διασώστη» στη θέση του τελικού κριτή που αποφασίζει τόσο για την αξία των φυσικών χώρων όσο και για το ποιες κοινότητες έχουν το δικαίωμα να κατοικούν ή να έχουν πρόσβαση σε αυτούς. Τα σχέδια διατήρησης του 30% ή 50% του πλανήτη, παραβλέπουν τη βίαιη ιστορία της προέλευσης των στρατηγικών διατήρησης (της βιοποικιλότητας) καθώς και το πως αυτές υπηρέτησαν και εξακολουθούν να ισχυροποιούν μια ολέθρια και αποικιοκρατική σχέση με το περιβάλλον, συχνά δικαιολογώντας την προστασία της φύσης ως μια «πολιτισμένη» απάντηση στην αναπόφευκτη καταστροφή εξαιτίας της καλπάζουσας καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Λευκότητα, η καπιταλιστική οικολογία
Για τις προνομιούχες τάξεις, η οικολογική κρίση έχει μετατραπεί, πρώτον, σε ένα ζήτημα διαχείρισης δημοσίων σχέσεων με σκοπό να αποτρέψουν τους ενδεχόμενους κινδύνους που ελλοχεύουν για τα μελλοντικά κέρδη. Δεύτερον, αυτό σήμαινε την εξεύρεση πρωτότυπων τρόπων, ώστε να αποκομίσουν κέρδη από την ίδια τη διατήρηση της φύσης. Εν τέλει, συνεπαγόταν δρακόντεια μέτρα προστασίας σε μια προσπάθεια να περιφράξουν εκτάσεις του πλανήτη με βαρύνουσα σημασία, στο όνομα της διαφύλαξης φυσικών και άλλων ειδών, για να αντισταθμίσουν την εντατική και συνεχώς επεκτεινόμενη ανθρώπινη ανάπτυξη σε άλλες περιοχές. Αυτές οι τρεις προσεγγίσεις δεν αλληλοαναιρούνται. Οι δύο πρώτες σχετίζονται με τη συντήρηση των υφιστάμενων οικονομικών συστημάτων, ενώ η τρίτη κατευνάζει ένα αίσθημα ενοχής που δημιουργείται, έχοντας ξεκληρίσει τον έμβιο κόσμο εδώ και πολλούς αιώνες.
Το κατά πόσο αυτοί οι ισχυρισμοί συνδέονται ο ένας με τον άλλον, έγκειται στην κοσμοθεωρία που είναι γνωστή και ως «λευκότητα». Πέρα από το ζήτημα που αφορά στο χρώμα του δέρματός, η «λευκότητα» παραπέμπει ουσιαστικά σε συστήματα πεποιθήσεων με ρίζες στη δυτικοευρωπαϊκή αισθητική και στην αδιαμφισβήτητη πίστη σύμφωνα με τη λογική που επιτάσσει η σύγχρονη πρόοδος, και η οποία διαμόρφωσε ιστορικά (νεο) αποικιοκρατικές στρατηγικές εκμετάλλευσης πόρων και απανθρωποποίησης. Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη μορφή της, η λευκότητα εκφράζεται ως υλική εκδήλωση μιας ομοιογενούς οικολογίας στην παραγωγή κεφαλαίου, εξαλείφοντας ανελέητα κάθε είδους ποικιλομορφία που δεν θεωρείται κερδοφόρο περιουσιακό στοιχείο. Αυτή η οικολογία της ομογενοποίησης έχει διαμορφωθεί μέσα από δομικές ανισότητες που κατασκευάστηκαν τους τελευταίους πέντε αιώνες.
Η λευκότητα αποτελεί μια εκ βαθέων κανονικοποίηση (ομαλοποίηση) της ιδεολογίας που επιρρίπτει τις ευθύνες της σε έναν ατελή κόσμο που το μόνο που χρειάζεται είναι ευρύτερη τεχνική εξειδίκευση και πολιτική βούληση για τη διαχείρισή του. Μέσα σε αυτόν, η φύση επαναπροσδιορίζεται με ηχηρές λέξεις-κλειδιά χρηματοδοτικού ενδιαφέροντος, όπως «λύσεις με βάση τη φύση» ή «υπηρεσίες οικοσυστημάτων». Οι κάτοχοι γεωργικών εκμεταλλεύσεων μικρής κλίμακας και οι Αυτόχθονες πληθυσμοί συμμετέχουν περιορισμένα πλέον σε μια επισφαλή αγορά εργασίας όσον αφορά τις αποδοχές ή ως θεματοφύλακες της φύσης στα πλαίσια του πολιτιστικού τουρισμού. Παρά ταύτα, η συνθήκη αυτή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη διαιώνιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ως μέρος μιας πατερναλιστικής στρατηγικής όπως είθισται (a strategy to perpetuate business as usual). Αυτό που χρειάζεται όμως για την αποφυγή της οικολογικής κατάρρευσης, είναι αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ μας και στη σχέση μας προς τα μη ανθρώπινα όντα.
Οικοδομώντας το αφήγημα για την προστασία της φύσης
Στόχος της πρότασης της Παγκόσμιας Συμφωνίας για τη Φύση στη διάσκεψη κορυφής του Κουνμίνγκ, είναι να «εμποδίσει την καταστροφή του φυσικού κόσμου και να επιβραδύνει τον αφανισμό της άγριας ζωής», προστατεύοντας το 30% της χερσαίας και υδάτινης επιφάνειας της γης, όπως και να πυροδοτήσει την έναρξη μιας δεκαετίας αποκατάστασης των οικοσυστημάτων. Η πρόταση υπoστηρίζεται από μία συμμαχία 50 και πλέον χωρών, από διεθνείς οργανώσεις με τη μεγαλύτερη επιρροή για την προστασία του περιβάλλοντος και από εκατοντάδες οικονομολόγους και φυσικούς επιστήμονες. Πέρυσι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ευθυγράμμισε τα σχέδιά της με την εν λόγω πρόταση του 30%, θεσπίζοντας μια ετήσια στρατηγική για τη βιοποικιλότητα έως το 2030 που ανέρχεται στα 20 εκατομμύρια ευρώ και στοχεύει στην αποκατάσταση και προστασία των οικοσυστημάτων της ΕΕ. Η στήριξη της ΕΕ για περαιτέρω επέκταση των προστατευόμενων περιοχών ανά τον κόσμο συμμορφώνεται επίσης με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία που έχει ως στόχο τη διάθεση 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ σε περίοδο δέκα ετών.
Παρότι ακούγεται φιλόδοξο, οι προτάσεις αυτές ενισχύουν τελικά την αποτίμηση της φύσης σε συνάρτηση με την οικονομική της αξιοποίηση. Κατά συνέπεια, πρόκειται για έναν υποκριτικό πατερναλισμό: η μισή «φύση» πρέπει να προστατεύεται από ένα ηθικά πεφωτισμένο σύγχρονο άνθρωπο(είδος) από όσους είναι καταστροφικοί και αμόρφωτοι. Κι όμως, αυτή η ηθική τάξη του ανθρώπου(είδους) εξαρτάται θεμελιωδώς από μια κατασκευασμένη κατώτερη τάξη για την κάλυψη των δικών της βασικών αναγκών, ενώ ταυτόχρονα τους καθιστά υπεύθυνους για την παγκόσμια οικολογική κατάρρευση. Η βιομηχανοποιημένη ανάπτυξη εκμεταλλεύεται μια αυξανόμενη βάση φθηνής και ανειδίκευτης εργασίας, καθώς και τους φθηνούς πόρους της φύσης, για να επιβάλλει μια καθολική αντίληψη της «προόδου». Αυτού του είδους οι αντιφάσεις δεν έρχονται ποτέ στο προσκήνιο ως η πηγή του προβλήματος για αυτή την ηθικολογούσα τάξη.
Αυτή η ηθικοπλαστική αφήγηση συνεχίζει να αντιμετωπίζει τη δικαιοσύνη για τους περιθωριοποιημένους και τους καταπιεσμένους χωριστά από τη διαχείριση της φύσης και του περιβάλλοντος. Παγκόσμιοι οργανισμοί προστασίας της φύσης, όπως η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN), το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF), το Nature Conservancy (Προστασία της Φύσης) και το National Geographic Society, για να αναφέρουμε μερικούς, παίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαιώνιση αυτής της αφήγησης. Συνεργάζονται με πολυεθνικές εταιρείες που ενθαρρύνουν μακροπρόθεσμες επενδυτικές στρατηγικές, όπως αντισταθμιστικές δραστηριότητες για την εκπομπή άνθρακα και για τη βιοποικιλότητα, προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή με γνώμονα την τιτλοποίηση της κατασκευής υποδομών και τη δημιουργία προστατευόμενων περιοχών για τον παγκόσμιο τουρισμό. Εφόσον οι παγκόσμιοι οργανισμοί διατήρησης εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από κατόχους ιδιωτικού μετοχικού κεφαλαίου για την υλοποίηση εκστρατειών υπεράσπισής τους, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι προωθούν ή τουλάχιστον δεν αντιτίθενται στα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων.
Επιπλέον, όταν η επιστήμη της διατήρησης χρηματοδοτείται εν μέρει από ιδιωτικές δωρεές που ορίζονται με βάση τα συμφέροντα της αγροτοβιομηχανίας και τους εταίρους των επικεφαλής κρατών, μια ιδιαιτέρως τοξική συμμαχία εμφανίζεται, κατά την οποία οι πιο πρόσφατες επιστημονικές αναλύσεις τροφοδοτούν άμεσα λύσεις φιλικές προς τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό, επομένως, χρησιμεύει ως μια ώθηση για νέες επιχορηγήσεις επιστημονικών ερευνών, διαιωνίζοντας τον φαύλο αυτό κύκλο. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας επαγγελματικής τάξης εμπειρογνωμόνων που λειτουργούν, ίσως άθελά τους, ως «σωτήρες» που θα πλαισιώσουν τα προβλήματα, θα καθορίσουν τις λύσεις και τελικά θα αποκρούσουν τις όποιες απειλές για τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία.
Οι Λευκοί σωτήρες της φύσης
Ο ισχυρισμός ότι «Nature Needs Half» (Η Φύση Χρειάζεται το 50%) ενισχύει διάφορες ιδιαίτερα ζημιογόνες σχέσεις που ιστορικά έχουν αποδιώξει κάθε άλλη εναλλακτική λύση. Ο «Λευκός Σωτήρας» ενσαρκώνει αυτό που οι Ulrich Brand και Markus Wissen αποκαλούν «ιμπεριαλιστικό τρόπο ζωής»: την προσδοκία ότι τόσο οι ατομικοί όσο και οι κοινωνικοί προσανατολισμοί μπορούν να εξακολουθούν να υπάρχουν μέσω της απεριόριστης διάθεσης πόρων. Αυτός ο «δυναστευτικός» τρόπος ζωής είναι η ουσία του ονείρου των Ευρωπαίων αποίκων για τον «Νέο Κόσμο» – ένα απέραντο σύνορο από απεριόριστους φυσικούς πόρους που πρέπει αντιμετωπίζεται ως μονόδρομος για την εκβιομηχάνιση, η άγρια φύση που πρέπει να κατακτάται ή να μυθιστορηματοποιείται, και οι «πρωτόγονοι» Αυτόχθονες και οι άνθρωποι χωρισμένοι σε φυλές να εργάζονται σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Η βία αυτού του ονείρου των αποίκων δεν μετριάζεται με τη μετατροπή της οικονομικής παραγωγής σε πιο υλική ή ενεργειακά αποδοτική, ούτε με το να περιφράσσονται μεγάλες εκτάσεις γης για διατήρηση. Αντιθέτως, τα μέτρα αυτά στηρίζουν μόνο τις παραληρηματικές φαντασιώσεις του «σώστε τον κόσμο», που διαμηνύουν οι άποικοι ουτοπιστές της τεχνολογίας και των αυτοαποκαλούμενων περιβαλλοντολόγων.
Η λογική του «Λευκού Σωτήρα» εκδηλώνεται πιο ξεκάθαρα στη μεταχείριση της «φύσης» μέσω μιας ηθικής που εκτιμάται σύμφωνα με την ωφελιμιστική της αξία, με την οποία ο μη ανθρώπινος κόσμος επαναπροσδιορίζεται ως «φυσικό κεφάλαιο» και γίνεται εκμεταλλεύσιμη πηγή κέρδους, ακόμη και στο όνομα της ίδιας της «προστασίας» του. Οι προστατευόμενες περιοχές πρέπει να επαναοριοθετηθούν στρατηγικά ως ανεπαρκώς αξιοποιημένα περιουσιακά στοιχεία ώριμα πλέον για εκμετάλλευση, ώστε να επωφεληθούν από τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα που θα προσφέρει η «προστασία» στην οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης του φυσιολατρικού τουρισμού και των χρηματοοικονομικών ροών στο εμπόριο πιστώσεων άνθρακα και άλλων «οικοσυστημικών υπηρεσιών». Για παράδειγμα, οι υπέρμαχοι ισχυρίζονται ότι η προστασία του 30% της επιφάνειας της γης θα αποφέρει οικονομική απόδοση 64-454 δισεκατομμυρίων αμερικανικών δολαρίων ετησίως μέχρι το 2050. Με τον τρόπο αυτό, η φύση δύναται να διαχειρίζεται την αντιμετώπιση των κινδύνων που επιφέρει ο δυναστευτικός τρόπος ζωής, ενώ αποτελεί από μόνη της ένα προσοδοφόρο περιουσιακό στοιχείο.
Μια πιο οικολογικά εναρμονισμένη προσέγγιση των διασυνδεδεμένων κοινωνικών και οικολογικών κρίσεων, θα αναγνώριζε τoυς δεσμούς μεταξύ της βιομηχανικής οικονομικής ανάπτυξης, των αναγκαστικών μεταναστεύσεων εκτοπισμένων ανθρώπων, της άναρχης πολεοδομικής ανάπτυξης και των απαιτήσεων του τρόπου ζωής όσον αφορά την ένταση κεφαλαίου, καθώς και της κλιματικής αλλαγής, του κατακερματισμού και των μαζικών εξαφανίσεων που προκύπτουν. Η οικολογία του «Λευκού Σωτήρα», ωστόσο, τις αντιμετωπίζει όλες ως ξεχωριστές κρίσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν μεμονωμένα. Ως εκ τούτου, οι βαθιά διαπλεκόμενες κοινωνικές και οικολογικές κρίσεις διευθετούνται μέσω τεχνοκρατικών γρήγορων λύσεων που σχεδιάστηκαν για να παράξουν υπολογίσιμα, προβλέψιμα και προσανατολισμένα στην αποτελεσματικότητα αποτελέσματα σύμφωνα με τεχνητά καθορισμένες προθεσμίες όπως το 2030 ή το 2050. Η οικολογία του «Λευκού Σωτήρα» δεν έχει κανένα κίνητρο προκειμένου να προωθήσει διαρθρωτικές αλλαγές στις σχέσεις ανθρώπου-φύσης, επειδή ωφελείται από την υφιστάμενη κατάσταση.
Ίσως, το πιο “εντυπωσιακό” είναι η προσέγγιση του «Λευκού Σωτήρα» που αφορά τη συνεργασία με τους Ιθαγενείς στη διατήρηση της φύσης. Αναλογιζόμενοι την ενοχή τους βλέποντας τον φυσικό κόσμο να καταστρέφεται, οι Ευρωπαίοι άποικοι θεώρησαν τα δάση και τους αγρούς γύρω τους «παρθένα και ανέγγιχτα», παρόλο που τα στοιχεία δείχνουν ότι τα πρωτογενή δάση ήταν μάλλον προϊόν ενεργούς επιστασίας επί γενεές γενεών, διαποτισμένα με πολιτιστική σημασία για μη Ευρωπαϊκούς λαούς. Εντούτοις, η βάναυση αποικιοκρατία άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου από τον 15ο αιώνα έως το 2021. Η γη εξακολουθεί να ορίζεται με βάση το πόσο «παραγωγική» είναι ανάλογα με τις δυνατότητες της οικονομικής της ανάπτυξης: είτε ανταποκρινόμενη στην παραγωγική της ικανότητα είτε υπολειτουργώντας και απαιτώντας επενδύσεις. Οι παραγωγικές χρήσεις περιλαμβάνουν βιομηχανικές μονοκαλλιέργειες με στόχο τις εξαγωγικές αγορές, προστατευόμενες περιοχές σχεδιασμένες σε μεγάλο βαθμό για τουρισμό και στρατηγικές αποθήκες για την εθνική άμυνα.
Οι Αυτόχθονες λαοί όλων των ηπείρων με την εμπειρία γενεών που προκύπτει από τη διαβίωσή τους πάνω στη Γη επί γενεές γενεών, κατηγορήθηκαν σε γενικές γραμμές, για την οπισθοδρομικότητά τους και ταπεινώθηκαν άγρια ή απλώς εξολοθρεύτηκαν, ώστε να συμμορφωθούν με τα Ευρωπαϊκά «πρότυπα» της νεωτερικότητας και της «προόδου». Κατά ειρωνικό τρόπο, σήμερα αυτό ακριβώς το πρότυπο της νεωτερικότητας και της προόδου αναπαράγεται βάζοντας τους Ιθαγενείς να εργάζονται για λογαριασμό της διασφάλισης του αποικιακού σχεδίου ενάντια στην οικολογική κατάρρευση. Με την πλαισίωση των Αυτόχθονων λαών και τη συμμετοχή τους ως θεματοφύλακες της φύσης, το πραγματικό αίτημα της ανεξάρτητης κυριαρχίας των λαών αυτών παρακάμπτεται και πάλι βολικά από τους ιστορικούς αυτουργούς της αποικιοκρατικής βίας. Προσδίδοντας παιδιάστικο χαρακτήρα στις γνώσεις τους μέσα από την έκφραση εννοιών, όπως «πολιτιστικές οικοσυστημικές υπηρεσίες», «υπηρεσίες που βασίζονται στη φύση», ή «παραδοσιακή οικολογική γνώση», οι συνεισφορές τους αποτελούν ένδειξη ευγνωμοσύνης και προτείνονται εκ νέου για να δικαιολογήσουν τις αρπαγές γης για την προστασία της φύσης και τα έργα αντιστάθμισης.
Ενώ η αλιεία για βιομηχανικούς σκοπούς, η γεωργία, οι μεγάλης κλίμακας εξορύξεις και τα μεγάλα έργα υποδομών προβάλλονται ως αδιαμφισβήτητα σύγχρονα θαύματα προόδου, οι μικροκαλλιεργητές και οι αγροτοκτηνοτροφικές κοινότητες αναγνωρίζονται ως αντι-οικολογικές και αποτελούν μέρος του προβλήματος. Αυτοί οι άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν την συντριπτική πλειοψηφία των τροφοπαραγωγών στη γη (σε μεγάλο βαθμό γυναίκες), απεικονίζονται στην καλύτερη περίπτωση ως άνθρωποι που χρήζουν «επιμόρφωσης» ή στην χειρότερη περίπτωση στοχοποιούνται για την απαλλοτρίωση της γης και την πολιτιστική εξάλειψη. Αυτό συχνά παίρνει την ύπουλη μορφή των τραπεζών ανάπτυξης και των πολυμερών οργανισμών, όπως η Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) και η Παγκόσμια Τράπεζα, ισχυριζόμενοι ότι η πρόσβαση των μικροκαλλιεργητών στη γη, στις αγορές, στη χρηματοδότηση και στην ενσωμάτωση εντός της μισθιακής οικονομίας, είναι ουσιαστικά η μόνη βιώσιμη επιλογή διαθέσιμη. Η αποτυχία να παίξουν το παιχνίδι του καπιταλισμού, καθιστά αυτούς τους ανθρώπους μέρος του προβλήματος – γεγονός που συχνά εξετάζεται από πλευράς προβλήματος «υπερπληθυσμού» , με ρατσιστικά και ταξικά υπονοούμενα. Με την επέκταση των προστατευόμενων περιοχών, η διατήρηση της φύσης συνδέεται με τα μεγάλης κλίμακας μεταλλευτικά και ενεργειακά έργα, καθώς και με τη βιομηχανική γεωργία και τις παραστρατιωτικές δυνάμεις στην αποστέρηση εκατομμυρίων ανθρώπων από τα μόνα μέσα διαβίωσης και την κυριαρχία τους, προκειμένου να υιοθετήσουν δείκτη έντασης κεφαλαίου και πιθανότατα έναν πιο «πράσινο» τρόπο ζωής. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι μικροκαλλιεργητές εξαναγκάζονται να υιοθετήσουν το καθεστώς του μετανάστη στην αναζήτηση φθηνής εργασίας. Αυτό δύσκολα συνιστά ένα οικολογικά ευεργετικό αποτέλεσμα.
Χρειαζόμαστε μεταβαλλόμενες σχέσεις
Μια «Λευκή Συμφωνία Σωτηρίας για τη Φύση» απαντά στην οικολογική κατάρρευση, δίνοντας προτεραιότητα σε ένα παρθένο και ιστορικά ελαττωματικό φανταστικό τοπίο άγριας φύσης έναντι των πραγματικών αγώνων των ανθρώπων για βασικές ανάγκες, αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη. Έρχεται να σώσει τη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία από τις καταστροφικές οικολογικές επιπτώσεις της, χωρίς να αναγνωρίζει ότι η λογική της αέναης οικονομικής ανάπτυξης είναι μια εγγενώς καταστροφική οικολογία, η οποία φέρει την καθημερινά βίαιη και την εν εξελίξει ιστορία της λευκής υπεροχής.
Τα εναλλακτικά κινήματα προσπαθούν εδώ και καιρό να αναδείξουν πολλαπλούς κόσμους πέρα από την επιρροή του “Λευκού Σωτήρα”. Οι Αυτόχθονες υπερασπιστές εδαφικής επικράτειας, καθώς και αγροτικά κινήματα που αγωνίζονται για την πολιτιστική και επισιτιστική κυριαρχία, έχουν αναδείξει και ενσαρκώσει εναλλακτικούς τύπους σχέσεων, τόσο μεταβάλλοντας όσο και μεταβαλλόμενοι από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους και με τη γη. Μια αποικιακή οικολογική στρατηγική θα έδινε προτεραιότητα στις αναγκαίες αποζημιώσεις και πληρωμές του ιστορικά συσσωρευμένου οικολογικού χρέους. Τέτοιου είδους αποζημιώσεις θα απαιτούσαν μια σταθερή δέσμευση για τη διάλυση της καταστροφικής λογικής του κεφαλαίου και των σχέσεων ιδιοκτησίας, με τη δημιουργία ή την αποκατάσταση άλλων μορφών σχέσης ανθρώπου-φύσης, που θα βασίζεται στις δεσμεύσεις για την αναστροφή της ιστορικής και συνεχιζόμενης αδικίας και την υποστήριξη στρατηγικών σύμφωνα με τα αιτήματα της Διάσκεψης Κορυφής των Λαών της Κοτσαμπάμπα το 2010. Το ενδεχόμενο αυτό θα επέσυρε κάτι περισσότερο από την ανακατανομή των κινδύνων και των ευεργετημάτων. Μάλιστα, θα προϋπέθετε την υλική επιστροφή της γης πίσω στις κοινότητες των Αυτοχθόνων, την εκ νέου συγκέντρωση των καταπιεσμένων συστημάτων γνώσης, καθώς και την αποκατάσταση της αυτονομίας και του ελέγχου των μέσων διαβίωσης, τα οποία έγιναν λεία για λογαριασμό του έργου εκσυγχρονισμού.
Όπως σημειώνει ο γεωπόνος μελετητής Max Ajl, η αναδάσωση μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω δασικών κήπων και άλλων τεχνικών καλλιέργειας με βάση την πολυκαλλιέργεια, οι οποίες απαιτούν την αναγνώριση των δικαιωμάτων γης και της αυτοδιάθεσης για τη φροντίδα των δασών, την παραγωγή θρεπτικών τροφών και τη απομόνωση του άνθρακα. Μια τέτοια προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με τις στρατηγικές διατήρησης της φύσης με το 50% της γης που θα εξόντωναν τους ανθρώπους στον Παγκόσμιο Νότο. Για να υπερνικήσει η Ευρώπη τις στρατηγικές διατήρησης στο όνομα του «Λευκού Σωτήρα», πρέπει να αναλογιστεί σε βάθος την εσωτερική ιστορική συνενοχή της στην τρέχουσα οικολογική κατάρρευση και να αρχίσει επιτέλους να ακούει και να σέβεται τις φωνές εκείνων που αποσιωπήθηκαν και συνεχίζουν να αποσιωπούνται.
Πηγή: Green European Journal
Μετάφραση: Ιωάννα Ασπρούδη, μέλος της ομάδας Respond Crisis Translation