Εάν χρειάζεστε ανθρωποκεντρικούς λόγους για να κόψετε την κατανάλωση του κρέατος, σας έχω έναν: Tους σφαγείς και το πόσο επιβλαβής είναι η εργασία τους για την ψυχολογική τους υγεία.
————-
“Εκεί κάτω στον λάκκο με το αίμα λένε ότι η μυρωδιά του αίματος σε κάνει επιθετικό. Και όντως, το κάνει. Αποκτάς μια στάση ότι αν αυτό το γουρούνι με κλωτσήσει, εγώ θα το εκδικηθώ. Ούτως ή άλλως θα το σκοτώσεις το γουρούνι, μα δεν σου είναι αρκετό. Πρέπει να υποφέρει. Όταν πιάνεις ένα ζωντανό, σκέφτεσαι: ’’Α, τι ωραία, θα το βαρέσω το κορόιδο’’.”
Αυτά τα λόγια δεν βγαίνουν από το στόμα κάποιου που η κοινωνία θα χαρακτήριζε ως ψυχικά υγιή. Παρόλαυτά, είναι λόγια που δυστυχώς αντιπροσωπεύουν μια τάξη εργατών, η οποία υπάρχει σε πολιτισμένες χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο: τους εργάτες σφαγείων. Μονάχα στη Αμερική, πάνω από 70,000 άνθρωποι εργάζονται στα σφαγεία και αντιμετωπίζουν το καθημερινό βάρος του να σκοτώνεις αρκετές εκατοντάδες ζώα κάθε ώρα. Αυτοί οι εργάτες κάνουν μια δουλειά η οποία, από την ίδια της τη φύση, τους βάζει σε κίνδυνο ψυχολογικής διαταραχής και παθολογικού σαδισμού.
Αυτός ο κίνδυνος εμφανίζεται από έναν συνδυασμό πολλών παραγόντων που αφορούν τη δουλειά του σφαγείου, ένας από τους οποίους είναι το αγχωτικό περιβάλλον που δημιουργεί η σφαγή. Ένα μεγάλο μέρος αυτού του άγχους προέρχεται από τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά τραυματισμού των εργατών. Οι εγκαταστάσεις των σφαγείων υπερηφανεύονται ότι τα ποσοστά μη θανάσιμου τραυματισμού βρίσκονται μέχρι και στο 20% των εργατών, ποσοστό που σταθερά χαμηλώνει, αλλά παρόλαυτά καθιστά τη συσκευασία κρέατος μακράν το πιο επικίνδυνο επάγγελμα στις Η.Π.Α. Αυτό το τερατώδες ποσοστό κυρίως προέρχεται από καθημερινούς κινδύνους στον χώρο εργασίας που υπάρχουν ιδιαίτερα στα σφαγεία, όπως για παράδειγμα, επαναλαμβανόμενες κινήσεις και σήκωμα μεγάλων βαρών. Ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό προέρχεται από άλλους, απρόβλεπτους κινδύνους, οι οποίοι και αποτελούν τις πιο σοβαρές πηγές καθημερινού άγχους. Η αλληλεπίδραση των εργατών με ζωντανά, φοβισμένα, και επικίνδυνα ζώα, τα οποία πρέπει να τα περιορίσουν και να τα ελέγξουν, σημαίνει ότι κάθε λεπτό δουλειάς είναι κι ένα λεπτό σημαντικού κινδύνου.
Οι εργάτες που αντιμετωπίζουν περισσότερο τον κίνδυνο είναι οι σφαγείς, οι εργάτες που σκίζουν τους λαιμούς των ζώων έτσι ώστε αυτά να πεθάνουν από αιμορραγία. Θεωρητικά, όλα τα ζώα, εκτός από τα πουλερικά, πρέπει να αναισθητοποιηθούν πριν σφαχτούν, με ένα πιστόλι με διατρητική ράβδο ή με ένα μεγάλο μηχάνημα ηλεκτροσόκ. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, αυτό σπάνια επιτυγχάνεται. Οι εργοδηγοί συχνά πειράζουν τις ρυθμίσεις των διατρητικών πιστολιών και των όπλων με ηλεκτροσόκ, για να προστατέψουν την ποιότητα του κρέατος και κανονίζουν η ταχύτητα στις γραμμές να είναι υπερβολικά γρήγορη. Έτσι, τα ζώα οδηγούνται, σχεδόν πετώντας, ζωντανά και δραστήρια προς τους σφαγείς. Οι σφαγείς τότε αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να χτυπηθούν από τα τεράστια, τρομοκρατημένα ζώα. Αυτό που κάνει την κατάσταση ακόμα πιο επικίνδυνη και αγχωτική είναι το γεγονός ότι οι σφαγείς κρατούν κοφτερά μαχαίρια για να καρφώσουν τα ζώα. Αυτά τα μαχαίρια, όταν συνδυάζονται με τα ζώα που κλωτσούν, βάζουν τους σφαγείς σε κίνδυνο τραυματισμού, ο οποίος κυμαίνεται από απλό επιφανειακό, μέχρι φρικτά θανάσιμο.
Η επικινδυνότητα της εργασίας στο σφαγείο, φυσικά, δεν είναι κάτι το μοναδικό. Πολλές βιομηχανικές δουλειές περιλαμβάνουν κινδύνους που δημιουργούν άγχος στους εργάτες. Η δουλειά στο σφαγείο, όμως, είναι μοναδική ανάμεσα στις κύριες βιομηχανίες εξαιτίας της εγγενούς της βίας. Παρότι έχουν υπάρξει ελάχιστες αληθινά επιστημονικές απόπειρες να προσδιορίσουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτή η βία επηρεάζει την ψυχική υγεία και τη συμπεριφορά των εργατών στα σφαγεία, μια από τις πιο γνωστές έρευνες διερεύνησε το αντίκτυπο της ύπαρξης ενός σφαγείου σε μια κοινότητα, βασιζόμενη στα επίπεδα εγκληματικότητας στη συγκεκριμένη κοινότητα, χρησιμοποιώντας την εγκληματικότητα ως μέτρο για την ψυχολογική υγεία. Η έρευνα χρησιμοποίησε αρχεία του FBI σε συνδυασμό με αρχεία απογραφής για να διαπιστώσει τις αλλαγές στα επίπεδα εγκληματικότητας με τον ερχομό των νέων βιομηχανιών στις πόλεις. Πήραν στοιχεία για πάνω από 500 επαρχίες για την περίοδο 1994 – 2002, και μετά σύγκριναν την επίδραση που είχε η βιομηχανία σφαγείων στην εγκληματικότητα σε σχέση με άλλες βιομηχανίες. Παρότι οι βιομηχανίες που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση είχαν σχεδόν τους ίδιους παράγοντες που επηρεάζουν τα ποσοστά εγκληματικότητας (για παράδειγμα την κοινωνική τάξη των εργατών, τα ενδεχόμενα κοινωνικής αποδιοργάνωσης και την επίδραση της ανεργίας στις γύρω περιοχές), τα σφαγεία ξεπέρασαν όλες τις άλλες στην επίδραση που είχαν στην εγκληματικότητα. Τα σφαγεία οδήγησαν όχι μόνο σε μεγαλύτερη άνοδο στην εγκληματικότητα γενικά, αλλά και σε ανησυχητικά δυσανάλογη αύξηση στο βίαιο έγκλημα και στο σεξουαλικό έγκλημα.
Οι συντάκτες της έρευνας για την εγκληματικότητα διατύπωσαν τη θεωρία ότι η αιτία γι αυτή την αύξηση ήταν η «υπερχείλιση» στις ψυχές των εργατών στα σφαγεία, μια εξήγηση η οποία στηρίζεται από κοινωνιολογικές θεωρίες, αλλά και ανεπίσημα στοιχεία. Αυτό φαίνεται και στην κατάθεση ενός εργάτη, σχετικά με το πώς, το να δουλεύει πολλές ώρες σφάζοντας ζώα, επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε και φερόταν στους συναδέρφους του:
«Μου ερχόντουσαν ιδέες να κρεμάσω τον επιστάτη μου ανάποδα στη γραμμή και να τον καρφώσω. Θυμάμαι που έμπαινα μέσα στο γραφείο και έλεγα προϊστάμενο προσωπικού ότι δεν θα είχα πρόβλημα να τραβήξω τη σκανδάλη πάνω σε έναν άνθρωπο – αν με ενοχλήσεις, θα σε πυροβολήσω.»
Οι θεωρητικοί κοινωνιολόγοι θα θεωρούσαν ότι αυτή η συμπεριφορά είναι μια «μετάβαση» από την κακοποίηση των ζώων στη βία προς τους ανθρώπους. Παρόλαυτά, αυτή η μετάβαση είναι διαφορετική από την τυπική μετάβαση που συζητείται στην κοινωνιολογική και ψυχολογική βιβλιογραφία. Στο μεγαλύτερο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας θεωρείται ότι η βία στα ζώα προηγείται της ανθρωποκτονίας ή σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, που η νοητική προδιάθεση για κακοποίηση προϋπάρχει, τα ζώα αποτελούν μια βολική διέξοδο της επιθετικότητας, ένα σχετικά εύκολο πρώτο βήμα προτού κάποιος προχωρήσει σε ανθρώπινους στόχους. Στα σφαγεία, η προδιάθεση για κακοποίηση δεν είναι απαραίτητο ότι προϋπάρχει, αλλά το να σκοτώνει κάποιος ζώα μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα και σ’ αυτούς που δεν έχουν προδιάθεση και σε αυτούς που έχουν, καθώς είναι ένα πρώτο βήμα, το οποίο απευαισθητοποιεί τους εργάτες σε περαιτέρω βία κατά των ανθρώπων.
Σύμφωνα με τους όρους της ψυχολογίας, αυτή η απευαισθητοποίηση μπορεί επίσης να ερμηνευτεί μέσα από τον μηχανισμό του «διπλασιασμού», κατά τον οποίο τα άτομα εξαναγκάζονται να δημιουργήσουν διπλούς εαυτούς, έναν καλό, έναν κακό. Αυτός ο μηχανισμός είναι συχνά απαραίτητος όταν πρέπει να αντιμετωπίσουμε ένα ηθικά αμφίβολο επάγγελμα. Η πιο αξιοσημείωτη μελέτη του διπλασιασμού ήταν στην περίπτωση των γιατρών Ναζί, μια περίπτωση που μπορεί να συγκριθεί με τη θεσμοθετημένη και κατ’ ανάγκη μη-συμπονετική θανάτωση των ζώων στα σφαγεία. Το να δημιουργήσεις και να διατηρήσεις έναν εαυτό με «καλό» ηθικό χαρακτήρα και παράλληλα να έχεις έναν άλλο εαυτό ο οποίος μπορεί να αφαιρεί ζωές μηχανικά, για ώρες, κάθε μέρα, δεν είναι μόνο μια ακόμα πηγή ψυχολογικής πίεσης για τους εργάτες, αλλά επίσης τους εκθέτει στον κίνδυνο ο παθολογικός, μη-συμπονετικός εαυτός τους, αυτός που έχουν στη δουλειά, να ξεγλιστρήσει μέσα στην κοινωνική τους ζωή. Αυτή είναι μια ακόμη εξήγηση για την «υπερχείλιση» που επηρεάζει το μυαλό και τις κοινότητες των εργατών σε σφαγεία.
Ο συνδυασμός αυτών των νοητικών ακροβατικών και των αγχωτικών παραγόντων συμβάλει στην ψυχολογική διαταραχή, και συγκεκριμένα μπορεί να δημιουργήσει ένα είδος διαταραχής μετατραυματικού στρες, το οποίο ονομάζεταιPITS (perpetration-induced traumatic stress, στρες το οποίο έχει προκληθεί από διάπραξη). Αντίθετα από πολλές μορφές διαταραχών τραυματικού στρες στα οποία οι ασθενείς έχουν υπάρξει θύματα σε μια τραυματική κατάσταση, οι ασθενείς με PITS αποτελούν τον «αιτιώδη συμμετέχοντα» σε μια τραυματική κατάσταση. Με άλλα λόγια, αυτοί είναι η κύρια αιτία για το τραύμα ενός άλλου πλάσματος. Το να ζουν έχοντας γνώση των πράξεών τους, τούς προκαλεί συμπτώματα παρόμοια με εκείνα που έχουν τα άτομα που είναι αποδέκτες ενός τραύματος: κατάχρηση ουσιών, κατάθλιψη και διαχωρισμό από την πραγματικότητα. Γι ακόμα μια φορά, οι μελέτες που έγιναν σχετικά με αυτό το ψυχολογικό φαινόμενο αγνόησαν τελείως την κοινότητα των εργαζομένων στα σφαγεία, αλλά συνέδεσαν το θέμα με ανάλογους πληθυσμούς, κυρίως τους Ναζί και τους εκτελεστές. Και χωρίς να καταφύγουμε σε επίσημες μελέτες, όμως, ακόμα μπορούμε να δούμε ότι τα συμπτώματα (και οι αιτίες) του PITS ταιριάζουν εξαιρετικά με τις καταθέσεις των εργαζομένων στα σφαγεία σχετικά με τις εμπειρίες τους:
«Και μετά φτάνεις σε ένα σημείο, όπου βρίσκεσαι σε ένα στάδιο, που είναι σαν να ζεις μέσα σε όνειρο. Εκεί μπορείς να σκέφτεσαι οτιδήποτε άλλο και την ίδια στιγμή να κάνεις τη δουλειά σου. Γίνεσαι συναισθηματικά νεκρός.
Γι αυτό πολλά παιδιά στο Morrell (ένα μεγάλο σφαγείο) απλώς πίνουν και ναρκώνουν τα προβλήματά τους. Κάποιοι από αυτούς καταλήγουν να κακοποιούν τις γυναίκες τους επειδή δεν μπορούν να ξεφορτωθούν αυτά που νιώθουν. Αυτοί φεύγουν από τη δουλειά τους με αυτή τη διάθεση και πηγαίνουν στο μπαρ για να ξεχάσουν.»
Αυτές οι ιστορίες θυμίζουν τις αφηγήσεις των βετεράνων πολέμου και των επιζώντων από καταστροφές, οι οποίοι υποφέρουν από διαταραχές άγχους. Η ανάγκη να διαχωριστούν από την πραγματικότητα, για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη δουλειά τους, οδηγεί τους ανθρώπους σε ένα μονοπάτι που κάποιοι μπορεί να ορίζουν ως «παθολογικό».
Προς το παρόν, η εργασία σε σφαγείο είναι ακόμη ένα αναγκαίο κακό στην αμερικάνικη κοινωνία, και ακριβώς επειδή συμβαίνει αυτό, αξίζει περισσότερη επιστημονική προσοχή από όση έχει δεχτεί μέχρι τώρα. Σημαντικά θεωρητικά και ανεπίσημα στοιχεία υποστηρίζουν την ιδέα ότι η εργασία σε σφαγείο είναι ψυχικά επιβλαβής. Ωστόσο, χωρίς δυνατές, εμπειρικές, ποσοτικές αποδείξεις που να αποδεικνύουν αυτόν τον ισχυρισμό, λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν για να βελτιωθεί η κατάσταση. Αν σκεφτούμε ότι οι εργάτες των σφαγείων γενικά προέρχονται από πληθυσμιακές ομάδες που δεν έχουν την δυνατότητα να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους ή να απομακρυνθούν από τόσο ολοκληρωτικά καταστροφικές συνθήκες εργασίας, καταλαβαίνουμε ότι είναι εξαιρετικά απαραίτητο να γίνουν μελέτες, οι οποίες να έχουν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των νόμων, έτσι ώστε να προστατευθούν αυτοί οι άνθρωποι. Η συνεχόμενη αποτυχία να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε αυτό το θέμα είναι ένας ασυγχώρητος κίνδυνος για την προσωπική υγεία των εργατών αλλά και την υγεία των κοινοτήτων τους.
Μετάφραση: Σάτυα Κασίμη