Η κατανάλωση ψαριών και άλλων θαλάσσιων ζώων ανέκαθεν αποτελούσε μέρος μιας υγιεινής διατροφής. Ωστόσο είναι γεγονός, ότι στις μέρες μας αυτή ενδέχεται να αποβεί ιδιαίτερα επιβλαβής για την ανθρώπινη υγεία, λόγω της θαλάσσιας ρύπανσης από απόβλητα και χημικές ουσίες.

Μεταξύ των αποβλήτων, που εντοπίζονται στους ωκεανούς, τα μικροπλαστικά και τα μικροσφαιρίδια (ΜΒ’s) είναι αυτά που συνηθέστερα ανιχνεύονται στους οργανισμούς των θαλάσσιων ζώων που καταναλώνονται συχνότερα, μαζί με τα βαρέα μέταλλα, τα οποία, με την πάροδο του χρόνου, συσσωρεύονται στα κύτταρα και τους ιστούς τους. Τα “θαλασσινά” αποτέλεσαν μακράν την πλέον επικίνδυνη τροφή προς κατανάλωση κατά τα έτη 2004-2013, όπως αναφέρει το Κέντρο για την Επιστήμη Δημοσίου Συμφέροντος (CSPI) στην ανασκόπησή του το 2015 σχετικά με τις τροφογενείς ασθένειες στις ΗΠΑ, κατά τη
διάρκεια αυτών των ετών.

Μικροπλαστικά & τεχνητές χημικές ουσίες

Τα μικροπλαστικά συνιστούν μικρά πλαστικά κομμάτια μήκους μικρότερου των πέντε χιλιοστών, που χρησιμοποιούνται ως καθαριστικά στα καλλυντικά, στα σαπούνια χεριών και στα αεροψεκαστικά, και τα οποία, κατ’ επέκταση, φαίνεται να είναι επιβλαβή για τους ωκεανούς και τους υδρόβιους οργανισμούς. Τα μικροσφαιρίδια (MB’s) αποτελούν μικροσκοπικά κομμάτια πλαστικού πολυαιθυλενίου, που προστίθενται σε προϊόντα υγείας και καλλυντικών, όπως ορισμένα καθαριστικά και οδοντόκρεμες.

Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Newcastle στην Αυστραλία, που πραγματοποιήθηκε το 2019, κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι ενδέχεται να προσλαμβάνουν περίπου 5 γραμμάρια πλαστικού ανά εβδομάδα, το οποίο αντιστοιχεί στο βάρος μιας πιστωτικής κάρτας. Αυτή ήταν η πρώτη μελέτη, που συνδύασε δεδομένα περισσότερων από 50 μελετών σχετικά με την κατανάλωση μικροπλαστικού. Τη μεγαλύτερη πηγή κατανάλωσης πλαστικού, σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτελεί φυσικά το νερό, τόσο το εμφιαλωμένο όσο και το νερό της βρύσης, (διπλάσια ποσότητα πλαστικού βρέθηκε στις ΗΠΑ και στην Ινδία από ό,τι στο νερό της Ευρώπης και της Ινδονησίας) και από τα καταναλωτικά αγαθά που μελετήθηκαν, εκείνα με τα υψηλότερα καταγεγραμμένα επίπεδα πλαστικού είναι τα οστρακοειδή, η μπύρα και το αλάτι.

Έρευνες έχουν δείξει ότι η κατάποση μικροσωματιδίων από τον άνθρωπο μπορεί να προκαλέσει αλλοίωση των χρωμοσωμάτων, που με τη σειρά της οδηγεί σε στειρότητα, παχυσαρκία και καρκίνο. Επομένως, αν αναλογιστεί κανείς, ότι τα νούμερα που προκύπτουν από την ετήσια διατροφική έκθεση των Ευρωπαίων καταναλωτών οστρακοειδών ανέρχονται σε 11.000 μικροπλαστικά ετησίως, είναι εύκολο να αντιληφθεί, ότι τα πράγματα είναι αρκετά σοβαρά.

Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι τα μικροπλαστικά απορροφούν χημικούς ρύπους από το περιβάλλον τους. Πιο συγκεκριμένα, τα μικροσφιαρίδια στα προϊόντα προσωπικής φροντίδας μπορούν να διαβιβάσουν τους απορροφημένους ρύπους στα ψάρια που τα καταπίνουν, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ανησυχία σχετικά με τον ρόλο τους στη διακίνηση αυτών των ρύπων μέσω της τροφικής αλυσίδας.

Ακόμη, ερευνητές από το Johns Hopkins εξέτασαν τις επιπτώσεις της κατανάλωσης θαλάσσιων ζώων επιμολυσμένων με μικροπλαστικά και διαπίστωσαν, ότι το συσσωρευμένο στον οργανισμό τους πλαστικό μπορεί να βλάψει το ανοσοποιητικό σύστημα και να διαταράξει την ισορροπία του εντέρου.

Τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs) συνιστούν μια ομάδα τεχνητών χημικών ουσιών και αποτελούν εξαιρετικά σταθερά μείγματα, τα οποία είναι ανθεκτικά σε ακραίες θερμοκρασίες και πιέσεις. Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα PCBs χρησιμοποιούνταν ευρέως σε ηλεκτρικό εξοπλισμό, όπως πυκνωτές και μετασχηματιστές. Οι περισσότεροι άνθρωποι εκτίθενται στα PCBs τρώγοντας μολυσμένα ψάρια, κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα. Παρατηρούνται ακόμη και σχετικοί κίνδυνοι για την υγεία από τα PCB’s στο ανθρώπινο μητρικό γάλα: Η έκθεση των βρεφών σε PCB πραγματοποιείται κυρίως μέσω του μητρικού γάλακτος και έρευνα έχει δείξει, ότι η έκθεση σε PCB κατά τη γαλουχία έχει σημαντικά επιζήμιες επιπτώσεις στη συνολική υγεία και ανάπτυξη των βρεφών.

Αναφορικά με τους φθαλικούς εστέρες (PEs), αυτοί αποτελούν μια ομάδα χημικών πλαστικοποιητών, που χρησιμοποιούνται κυρίως για να μαλακώσουν και να κάνουν εύκαμπτο το χλωριούχο πολυβινύλιο (PVC). Οι πρώτοι ανιχνεύονται σε διάφορα δείγματα νερού και έχουν εντοπιστεί ακόμη και σε ποτάμια ύδατα και λίμνες. Τα PCB’s και τα PE’s φαίνεται μάλιστα, να οδηγούν στην υποβάθμιση της ποιότητας του σπέρματος σε υπογόνιμους άνδρες χωρίς προφανή αιτιολογία.

Τέλος, υφίσταται επιπλέον απειλή από τις Μυκοτοξίνες. Αυτές μολύνουν τα αποξηραμένα “θαλασσινά” κατά την επεξεργασία και την αποθήκευση και αποτελούν έναν ακόμη δυνητικό κίνδυνο για την υγεία των καταναλωτών.

Βαρέα μέταλλα

Τα ψάρια και άλλα θαλάσσια ζώα αποτελούν την κύρια πηγή ορισμένων εξαιρετικά επικίνδυνων βαρέων μετάλλων, όπως ο μεθυλικός υδράργυρος (μία από τις πιο τοξικές ενώσεις του υδραργύρου), ο οποίος μπορεί να προκαλέσει νευρολογικές βλάβες (όπως η νόσος Αλτσχάιμερ, η απώλεια μνήμης, ο αυτισμός και η κατάθλιψη). Μαλιστα, συνιστά την πιο επικίνδυνη μορφή υδραργύρου, η οποία συγκεντρώνεται στον μυϊκό ιστό των ψαριών. Επομένως, σε αντίθεση με τα PCB, τις διοξίνες και άλλους οργανικούς ρύπους, που συγκεντρώνονται στο δέρμα και το λίπος, ο υδράργυρος δεν μπορεί να φιλτραριστεί ή να μειωθεί μέσω του μαγειρέματος των ψαριών. Οι συγκεντρώσεις υδραργύρου στους ωκεανούς
έχουν αυξηθεί σημαντικά από τη βιομηχανική επανάσταση και θα συνεχίσουν να αυξάνονται τα επόμενα 50 χρόνια. Σε μια πρόσφατη μελέτη η οποία διεξήχθη στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, διαπιστώθηκε ότι βαρέα μέταλλα (κάδμιο, υδράργυρος και
μόλυβδος) ανιχνεύθηκαν σχεδόν σε όλα τα αναλυθέντα δείγματα ψαριών και “θαλασσινών” (κυρίως κατεψυγμένα και κονσερβοποιημένα εισαγόμενα από διάφορα μέρη του κόσμου), με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις υδραργύρου να καταγράφονται σε όλα σχεδόν τα είδη. Μεταξύ αυτών που εξετάστηκαν, ο φρέσκος τόνος και το κονσερβοποιημένο σκουμπρί του Ατλαντικού βρέθηκαν να είναι τα πιο μολυσμένα με  βαρέα μέταλλα (δείκτης επικινδυνότητας κοντά στο 1), ιδίως λόγω του υδραργύρου. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι ορισμένοι ερευνητές στην Κολομβία έχουν υποτηρίξει, ότι μπορεί επίσης να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της διαδικασίας κονσερβοποίησης και των συγκεντρώσεων μετάλλωνμ. Επιπλέον, βάσει δεδομένων ερευνών στην Πολωνία, η υψηλή κατανάλωση ψαριών μπορεί να οδηγήσει σε υπέρβαση της ανεκτής εβδομαδιαίας πρόσληψης μεθυλοϋδραργύρου (όριο 1,3 μg.kg-1 που θεσπίστηκε το 2012).

Ένα ακόμη παράδειγμα βαρέος μετάλλου που βρίσκεται συχνά στα θαλάσσια ζώα είναι το Αρσενικό. Το ανόργανο αρσενικό είναι εξαιρετικά τοξικό και εντοπίζεται τόσο σε ψάρια, όσο και σε οστρακοειδή. Για παράδειγμα, μια πρόσφατη μελέτη, που διεξήχθη στην Τουρκία, έδειξε, ότι υπάρχει κίνδυνος καρκινογένεσης από την έκθεση σε ανόργανο αρσενικό μέσω της κατανάλωσης μπαρμπουνιού. Η παραμικρή έκθεση σε αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πληθώρα σοβαρών προβλημάτων υγείας, όπως αλλαγές στη μελάγχρωση, δερματικές βλάβες και σκληρές κηλίδες στις παλάμες και τα πέλματα των ποδιών ενώ δεν αποκλείονται ακόμη και ο καρκίνος του δέρματος, ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης και ο καρκίνος των πνευμόνων.

Τα θαλάσσια ζώα, συμπεριλαμβανομένων των ψαριών και των οστρακοειδών, συμβάλλουν τα μέγιστα στην έκθεση πολλών ανθρώπινων πληθυσμών στο αρσενικό, το οποίο, ως προς την οργανική του σύνθεση, θεωρείται γενικά μη τοξικό, αν και οι υψηλές συγκεντρώσεις του στα “θαλασσινά”, καθώς και η συχνά πολύπλοκη ειδοπλασία του, μπορεί να οδηγήσουν σε επιπλοκές στην εκτίμηση της έκθεσης στο αρσενικό από τη διατροφή. Επομένως, απαιτείται περαιτέρω έρευνα προκειμένου να εκτιμηθεί συνολικά η ανθρώπινη έκθεση στο αρσενικό μέσω των τροφίμων. Μια πολύ πρόσφατη μελέτη, που έλαβε χώρα στην Κίνα (η οποία υπήρξε ο σημαντικότερος παραγωγός αλιευμάτων στον βορειοδυτικό Ειρηνικό Ωκεανό για δεκαετίες), έδειξε ότι το αρσενικό αφθονούσε περισσότερο στα οστρακοειδή με μέσο όρο 28,84 ± 4,95 mg/kg σε ξηρό βάρος, σε σύγκριση με τα μαλάκια (18,68 ± 2,51 mg/kg) και τα ψάρια (9,31 ± 1,45 mg/kg). Ως εκ τούτου, οι μελετητές
συνέστησαν στους πολίτες των αστικών κέντρων να μειώσουν τη συχνότητα κατανάλωσης οστρακοειδών, ενώ οι συντάκτες μιας άλλης μελέτης στην Κίνα κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία από την έκθεση σε κάδμιο και αρσενικό σε ορισμένα οστρακοειδή και δίθυρα μαλάκια. Επιπλέον, μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση των συγκεντρώσεων μετάλλων σε κονσέρβες τόνου στο Ιράν καταλήγει στο ότι οι ενήλικες και τα παιδιά στην ίδια χώρα, που καταναλώνουν κονσέρβες τόνου ενέχουν αυξημένο κίνδυνο καρκινογένεσης λόγω αρσενικού.

Σε γενικές γραμμές, η τοξικότητα βαρέων μετάλλων (μια χημικά σημαντική κατάσταση) από την κατανάλωση ψαριών μπορεί να προκαλέσει ψυχική βλάβη ή να οδηγήσει σε μειωμένη λειτουργία του ψυχικού και του κεντρικού νευρικού συστήματος, καθώς και σε χαμηλότερα επίπεδα ενέργειας. Παράλληλα, ενδέχεται να προκληθούν βλάβες στη σύνθεση του αίματος, στους πνεύμονες, στους νεφρούς, στα οστά, στο συκώτι και σε άλλα ζωτικά όργανα. Η μακροχρόνια έκθεση μπορεί, ενδεχομένως, να οδηγήσει σταδιακά σε σωματικές και μυϊκές ασθένειες, στη νόσο Αλτσχάιμερ, τη νόσο του Πάρκινσον, τη μυϊκή δυστροφία και τη σκλήρυνση κατά πλάκας. Οι αλλεργίες επίσης, δεν παύουν να είναι ασυνήθιστες, ενώ η επαναλαμβανόμενη μακροχρόνια πρόσληψη ορισμένων μετάλλων ή των ενώσεών τους μπορεί να προκαλέσει ακόμη και καρκίνο. Εάν παραμείνει μη αναγνωρισμένο ή αν δεν αντιμετωπιστεί καταλλήλως, ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντική ασθένεια και μειωμένη ποιότητα ζωής που δύναται να οδηγήσει ακόμη και στο θάνατο.

Εγκυμοσύνη & νεογνά

Η προγεννητική έκθεση σε μεθυλικό υδράργυρο, μπορεί να οδηγήσει σε νευρολογικά προβλήματα (όπως μειωμένος δείκτης νοημοσύνης (IQ), μη φυσιολογικός μυϊκός τόνος, μειωμένη προσοχή, κινητική λειτουργία και οπτικοχωρική απόδοση). Η έκθεση κατά την παιδική και ενήλικη ζωή μπορεί να βλάψει το νευρικό σύστημα και τα νεφρά και ενδεχομένως να προκαλέσει διαβήτη.

Το (Aμερικανικό) Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών, στην αναφορά του το 2000 σχετικά με τις τοξικολογικές επιπτώσεις του μεθυλικού υδραργύρου, ανέφερε ότι ο πληθυσμός που διατρέχει τον υψηλότερο κίνδυνο είναι οι απόγονοι των γυναικών εκείνων, που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ψαριών και άλλων θαλάσσιων ζώων. Αργότερα, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2018 διαπίστωσε αυξημένα επίπεδα υδραργύρου σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, σε 21 μικρά νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού, της Καραϊβικής και του Ινδικού Ωκεανού, όπου η κατανάλωση ψαριών είναι αυξημένη. Επιπλέον, στην αναφορά εκτιμάται, ότι ετησίως γεννιούνται πάνω από 60.000 παιδιά που διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης δυσμενών νευροαναπτυξιακών επιπτώσεων λόγω της έκθεσης σε μεθυλοϋδράργυρο κατά τη διάρκεια της κύησης. Επιίσης, μια μελέτη του 2014 στη Βοστώνη έδειξε, ότι η μεταβίβαση από τη μητέρα στο έμβρυο αποτελεί σημαντική πηγή έκθεσης στην πρώιμη ζωή σε κάδμιο, υδράργυρο και μόλυβδο.

Παρ’ όλα αυτά, το 2014 η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) κατέληξε στο εξής πόρισμα: “Η κατανάλωση περίπου 1-2 μερίδων θαλασσινών την εβδομάδα και έως και 3-4 μερίδων την εβδομάδα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζεται με καλύτερα λειτουργικά αποτελέσματα της νευρολογικής ανάπτυξης των παιδιών σε σύγκριση
με τη μη κατανάλωση θαλασσινών. Οι εν λόγω ποσότητες έχουν επίσης συσχετιστεί με χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο στους ενήλικες και είναι συμβατές με τις τρέχουσες προσλήψεις και συστάσεις στις περισσότερες από τις εξεταζόμενες ευρωπαϊκές χώρες” και γενικότερα, οι ισχύουσες εθνικές και διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές (19 εθνικές και 3 διεθνείς συνολικά) προς τις εγκύους, σχετικά με την κατανάλωση θαλάσσιων ζώων, συμβουλεύουν μόνο τον περιορισμό ή την αποφυγή της ποσότητας κατανάλωσης ορισμένων συγκεκριμένων ειδών, όπως ο τόνος και το σκουμπρί, συνιστώντας με αυτόν τον τρόπο ότι οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει μόνο να ελαχιστοποιήσουν την έκθεση στον υδράργυρο.

Ωστόσο, επιστημονικές δημοσιεύσεις όπως αυτή των Kimakova κ.α. (2018)1 δηλώνουν σαφώς ότι δεν συνιστάται η κατανάλωση ψαριών (ιδίως του κρέατος καρχαρία, ξιφία και βασιλικού σκουμπριού), για συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού: παιδιά, γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία και έγκυες γυναίκες. Παρόμοιες υπήρξαν και οι δηλώσεις του Domingo
(2016) στη δημοσίευσή του : “Ενώ έγκριτες διεθνείς ενώσεις, όπως η American Heart Association, συνιστούν την κατανάλωση ψαριών τουλάχιστον δύο φορές (δύο μερίδες την εβδομάδα), με βάση τα δικά μας πειραματικά αποτελέσματα, καθώς και σε αποτελέσματα από άλλα εργαστήρια, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε απόλυτα με αυτή τη σύσταση”.

Ψυχική υγεία

Ένα άλλο συγκλονιστικό εύρημα, που σχετίζεται με τον υδράργυρο και αξίζει να αναφερθεί είναι ότι η περιεκτικότητα των ψαριών σε αυτόν μπορεί να δώσει απαντήσεις σχετικά με τους συσχετισμούς που έχουν διαπιστωθεί μεταξύ της κατανάλωσης ψαριών και των ψυχικών διαταραχών, της κατάθλιψης και της αυτοκτονίας:

 

Πιο συγκεκριμένα, μια μελέτη στην Ιαπωνία διαπίστωσε σημαντικά αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας στις ομάδες με την υψηλότερη πρόσληψη EPA και DHA (μακράς αλύσου ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (Ο-3) που βρίσκονται σε αφθονία στα ψάρια και τα οστρακοειδή) σε άνδρες που δεν καταναλώνουν αλκοόλ. Παράλληλα, μια μελέτη στην Ισπανία διαπίστωσε, ότι η υψηλή βάση κατανάλωσης σε συνδυασμό με την αυξημένη ποσότητα ψαριών στη διατροφή, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ψυχικών διαταραχών και μια πιθανή εξήγηση θα μπορούσε να είναι η συσσώρευση υδραργύρου στα ψάρια, επειδή μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο κατάθλιψης. Το εύρημα αυτό έρχεται σε αντιστοιχία με μια μελέτη 22 ετών σε 205.357 άνδρες & γυναίκες των ΗΠΑ, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ της θνησιμότητας από αυτοκτονίες και της διαιτητικής πρόσληψης πολυακόρεστων λιπαρών οξέων n-3 και n-6 και ψαριών.

Διοξίνες

Οι διοξίνες βρίσκονται επίσης συχνά στα ψάρια (και σε άλλα ζώα) και προκαλούν ανησυχία λόγω του εξαιρετικά τοξικού δυναμικού τους. Από τη στιγμή, που εισέρχονται στον οργανισμό, διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω της χημικής τους σταθερότητας και της ικανότητάς τους να απορροφώνται από τον λιπώδη ιστό, μέσω του οποίου στη
συνέχεια αποθηκεύονται στον οργανισμό. Ο χρόνος ημιζωής τους στον ανθρώπινο οργανισμό εκτιμάται σε 7 έως 11 έτη. Η κατανάλωσή τους μπορεί να οδηγήσει σε: Τοξικές παρενέργειες στο δέρμα (χλωράκνη – ακανόνιστα εξανθήματα στην επιφάνεια του δέρματος με παχύνσεις και εξογκώματα), μεταβολές στα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών που οδηγούν σε έκπτωση της ψυχοκινητικής ικανότητας, καρκινογένεση (καρκίνος του πνεύμονα, καρκίνος του γαστρεντερικού συστήματος), πρόκληση κινδύνου για τις γυναίκες στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (θάνατος του εμβρύου
ή ανάπτυξη δυσμορφιών).

Οι διοξίνες και ο μεθυλικός υδράργυρος που περιέχονται στα ψάρια αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2.

Χοληστερόλη

Το Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών σημειώνει ότι 100 (g) γαρίδας περιέχουν 189  (mg) χοληστερόλης. Κατά μέσο όρο, η κατανάλωση 200 mg χοληστερόλης ανά 2000 θερμίδες αυξάνει τα επίπεδα της LDL-χοληστερόλης (η οποία είναι γνωστή ως κακή χοληστερόλη, καθώς αποφράσσει τα αιμοφόρα αγγεία και αυξάνει τον κίνδυνο καρδιοπάθειας) κατά περίπου 8 έως 10 mg/dl πάνω από το επίπεδο που θα ήταν χωρίς την κατανάλωση χοληστερόλης- η κατανάλωση μεγαλύτερων ποσοτήτων χοληστερόλης προκαλεί περαιτέρω αύξηση. Η υπερβολική ποσότητα του κακού τύπου χοληστερόλης – LDL – θέτει τους ασθενείς σε κίνδυνο καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού επεισοδίου.

Διαβήτης

Έξι μεμονωμένες μετα-αναλύσεις έχουν διαπιστώσει ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της κατανάλωσης ψαριών και του διαβήτη τύπου 2, λόγω της πρόσληψης n-3 λιπαρών οξέων και της κατανάλωσης ψαριών που αυξάνουν κυκλοφορούσες συγκεντρώσεις γλυκόζης και γλυκόζης σε κατάσταση νήστευσης, καθώς επίσης μπορεί να οδηγήσουν σε δυσλειτουργία των β-κυττάρων.

 

                                       ΔΕΝ είναι πιο υγιεινό να καταναλώνουμε ψάρια ιχθυοτροφείων

Μελέτη του 2014 που διεξήχθη στην Ισπανία, έδειξε ότι κατά γενικό κανόνα τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας θεωρούνται λιγότερο επιβαρυμένα από τη θαλάσσια ρύπανση, τα βαρέα μέταλλα και τα παράσιτα. Επιπρόσθετα, μια μελέτη του 2019 στην Τουρκία διαπίστωσε.ότι ορισμένοι καταναλωτές πίστευαν πως τα εκτρεφόμενα ψάρια έχουν ίσως μεγαλύτερη διατροφική αξία, αν και άλλοι ανησυχούσαν για τη μόλυνση από μολυσμένα νερά ή μολυσμένη τροφή. Η μελέτη αυτή μας πληροφορεί επίσης ότι οι καταναλωτές διαπιστώθηκε πως έχουν την τάση να καταναλώνουν εκτρεφόμενα ψάρια εάν δεν περιέχουν αντιβιοτικά. Ως
εκ τούτου, η βασική τους ανησυχία αφορά το κατά πόσο γίνεται ή όχι χρήση φαρμάκων στις υδατοκαλλιέργειες και όχι τη ρύπανση από επιβλαβείς ουσίες. Ωστόσο, ορισμένα ευρήματα αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Με βάση μια συγκριτική μελέτη σχετικά με την πρόσληψη τοξικών ανθεκτικών και ημι-ανθεκτικών ρύπων μέσω της κατανάλωσης ψαριών και άλλων θαλασσινών, από δύο τρόπους παραγωγής, (άγριας αλίευσης και εκτροφής), δεν κρίνεται ως πιο υγιεινή, διότι τα μετρούμενα επίπεδα των περισσότερων οργανικών και πολλών ανόργανων ρύπων ήταν υψηλότερα στα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας. Κατά συνέπεια, λοιπόν, τα επίπεδα πρόσληψης εάν καταναλώνονταν μόνο τέτοια προϊόντα θα ήταν επίσης σημαντικά υψηλότερα.

Όσον αφορά τα μικροπλαστικά, ούτε αυτά φαίνεται να λείπουν από τα ιχθυοτροφεία. Μάλιστα, πιθανώς να αποτελούν σημαντική δεξαμενή γονιδίων ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά σε μονάδες υδατοκαλλιέργειας με σύστημα ανακυκλοφορίας. Επιπλέον, έπειτα από μια έρευνα σε ψάρια μιας σημαντικής περιοχής ιχθυοκαλλιεργειών και υδατοκαλλιεργειών στην Κίνα (κόλπος Haizhou), διαπιστώθηκε ότι όλα τα ψάρια έφεραν ίχνη μικροπλαστικών, ενώ μια δεύτερη μελέτη σε έναν άλλο σημαντικό κόλπο υδατοκαλλιεργειών της Κίνας (θάλασσα Maowei) έδειξε, ότι τα μικροπλαστικά ήταν ευρέως διαδεδομένα στο νερό υδατοκαλλιεργειών και στον βιότοπο του κόλπου.

Ελίζα Δημητρά

Μετάφραση: Mόνικα Τσάνη – μέλος της ομάδας Respond Crisis Translation

Αυτή η αναφορά γράφτηκε στα Αγγλικά για λογαριασμό του Aquatic Life Institute.

Disclaimer: Προφανώς και ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίο αποτρέπουμε τον κόσμο να φάει θαλάσσια ζώα, είναι η εγγενής τους αξία. Όλα τα θαλάσσια ζώα έχουν κεντρικό νευρικό σύστημα κι υποφέρουν όταν ψαρεύονται. Ωστόσο, πάντα θα υπάρχουν κι οι άνθρωποι που δεν αναγνωρίζουν αυτά τα πράγματα, οπότε για εκείνα τα άτομα, καλό είναι να δημοσιεύονται και τέτοιου ανθρωποκεντρικές αναφορές.

Σχετικό podcast υπάρχει, αν ενδιαφέρεται κανείς να ακούσει όλα αυτά – αντί να τα διαβάζει, εδώ.

Πηγές