Ο ζωολόγος Jordi Casamitjana μελετά τα πιο πρόσφατα στοιχεία σχετικά με τις οικόσιτες γάτες, προκειμένου να εξακριβώσει, εάν είναι πραγματικά υποχρεωτικά σαρκοφάγα ζώα που δεν μπορούν να επιβιώσουν με μια διατροφή αυστηρά χορτοφαγική.
Όσοι ζουν με γάτες μπορούν να καταλάβουν το εξής: τους αγοράσατε μια νέα τροφή που ανακαλύψατε, τη ρίξατε στις ταΐστρες τους, εκείνες πλησίασαν, τη μύρισαν για λίγο και απομακρύνθηκαν αφήνοντάς την ανέγγιχτη. Ένα χαρακτηριστικό που βρίσκουν ελκυστικό οι λάτρεις των γατών είναι η «ανεξάρτητη» προσωπικότητά τους. Παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις, πηγαίνουν όπου εκείνες θέλουν και τρώνε μόνο ό,τι τους ευχαριστεί. Είναι αρκετά «επιλεκτικές» με το φαγητό τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί κηδεμόνες γατών περιορίζονται στην τροφή που ξέρουν ότι αρέσει στη γάτα τους και αποφεύγουν να πειραματίζονται με νέες τροφές.
Ωστόσο, τί συμβαίνει όταν οι άνθρωποι γίνονται vegan και είναι υπεύθυνοι για τη σίτιση των μη ανθρώπινων ζώων συντροφιάς, με τα οποία και συμβιώνουν; Σε περίπτωση που έχουν γίνει vegan για ηθικούς λόγους, καθώς γνωρίζουν ότι τα ζώα έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, κακοποίησης και έχουν θανατωθεί, για να παραχθεί η τροφή που συνήθως δίνουν στα ζώα συντροφιάς τους, αλλά έχοντας υπόψιν και τις αρνητικές επιπτώσεις του φαγητού αυτού στο περιβάλλον, θα αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν κάτι γι’ αυτό.
Εάν το ζώο συντροφιάς είναι σκύλος, η λύση είναι απλή. Στραφείτε σε εταιρείες παρασκευής σκυλοτροφής με φυτική προέλευση. Μια μικρή μόνο μερίδα ανθρώπων με επαρκείς γνώσεις γύρω από τα ζώα εξακολουθούν να διατυπώνουν αντιρρήσεις σχετικά με το γεγονός ότι τα σκυλιά είναι παμφάγα ζώα, ικανά να αναπτυχθούν στο πλαίσιο μιας διατροφικά ισορροπημένης και αυστηρά χορτοφαγικής διατροφής για σκύλους. Μάλιστα, στην εποχή μας υπάρχουν πολλές εταιρείες αυτού του είδους, από τις οποίες μπορείτε να διαλέξετε. Έχω γράψει σε μερικά ιστολόγια σχετικά, όπου κατέθεσα τα εξής: «Παρόλο που κατάγονται από ένα είδος κυνηγετικών λύκων που έζησαν πριν από περίπου 30.000 χρόνια, τα σκυλιά δεν είναι πλέον λύκοι. Έχουν εξελιχθεί ξεχωριστά από τους τελευταίους, όχι αλλάζοντας τη “λεία” τους, αλλά εγκαταλείποντας τη θηρευτική τους ιδιότητα. Πριν από περίπου 15.000 χρόνια τα σκυλιά έγιναν τα σύγχρονα σκυλιά που γνωρίζουμε με την ένταξή τους σε ανθρώπινες αποικίες στην Ευρασία και σταδιακά μετατράπηκαν από σαρκοφάγα σε παμφάγα, προσαρμόζοντας αντίστοιχα τις διατροφικές τους συνήθειες. Έπρεπε να είναι σε θέση να κάνουν σωστή πέψη όλων των υπολειμμάτων τροφών που λάμβαναν από τον άνθρωπο. Η νέα τους προσαρμογή, που προέκυψε από την εξημέρωση, ήταν το γεγονός ότι μπορούσαν «να τρώνε ό,τι τρώνε και οι άνθρωποι-σύντροφοί τους». Οπότε, έπρεπε να είναι σε θέση να κάνουν πέψη των τροφών που στηρίζονται στα φυτά, καθώς αυτό έτρωγαν περισσότερο οι άνθρωποι».
Τί γίνεται όμως με τις γάτες; Τί θα έπρεπε να ταΐζουν οι vegan τις γάτες συντροφιάς, με τις οποίες ζουν μαζί; Στην περίπτωση αυτή, η απάντηση δεν είναι τόσο απλή και ξεκάθαρη. Πολλοί άνθρωποι ισχυρίζονται – συμπεριλαμβανομένων πολλών vegan – ότι, σε αντίθεση με τα σκυλιά, οι οικόσιτες γάτες είναι υποχρεωτικά σαρκοφάγα ζώα και επομένως δεν πρέπει να καταναλώνουν φυτικές τροφές. Αποφάσισα να εξετάσω προσεκτικά αυτό το θέμα και να δω αν μπορώ να μάθω κατά πόσο αυτό αληθεύει.
Τί είναι ένα υποχρεωτικά σαρκοφάγο ζώο;
Ένα σαρκοφάγο ζώο συχνά ορίζεται ως ένα ζώο, του οποίου οι επισιτιστικές και ενεργειακές ανάγκες προέρχονται ως επί το πλείστον από ζωικές πηγές (μύες, λίπος και άλλους μαλακούς ιστούς), είτε δηλαδή μέσω του κυνηγιού είτε μέσω της πτωματοφαγίας. Ένα υποχρεωτικά σαρκοφάγο ζώο (ή ένα υπερσαρκοφάγο) συχνά ορίζεται ως ένα σαρκοφάγο που εξαρτάται αποκλειστικά από τη σάρκα των ζώων για την κάλυψη των απαιτήσεών του σε θρεπτικά συστατικά. Εντούτοις, ο επιστημονικός ορισμός των υπερσαρκοφάγων ζώων είναι ο εξής: οργανισμοί που τουλάχιστον το 70% της διατροφής τους εξαρτάται από τα ζώα.
Εάν το ποσοστό είναι χαμηλότερο, διαφορετικοί όροι ισχύουν. Τα μεσοσαρκοφάγα είναι ζώα που βασίζονται στη σάρκα ζώων κατά 50-69% της διατροφής τους (π.χ. αλεπούδες). Τα υποσαρκοφάγα ζώα βασίζονται στο ζωικό κρέας για λιγότερο από το 30% της διατροφής τους (π.χ. Αμερικανική μαύρη αρκούδα). Τα τελευταία αλληλεπικαλύπτονται με τα παμφάγα ζώα, τα οποία δεν εξαρτώνται καθόλου από το κρέας, αλλά μπορούν ακόμα να τo καταναλώνουν (χρησιμοποιώ τον όρο «παμφάγο» αντίστοιχα για τους ανθρώπους, καθώς δεν πιστεύω ότι στους ανθρώπους είναι μια βιολογική προσαρμογή, αλλά μια πολιτισμική συνήθεια).
Δεν πρέπει να συγχέουμε καμία από αυτές τις ταξινομήσεις σαρκοφάγων ανάλογα με τις διατροφικές τους προσαρμογές με τα ζώα που ανήκουν στην τάξη “Σαρκοφάγα” (Carnivora). Συγκεκριμένα, αυτή είναι μια διαφορετική κατηγοριοποίηση στην Τάξη των θηλαστικών που περιλαμβάνει τις Οικογένειες των κυνοειδών (λύκοι, κογιότ, σκύλοι κ.λπ.), αιλουροειδών (τίγρεις, λιοντάρια, γάτες κ.λπ.), μουστελιδών (κουνάβια, νυφίτσες κ.λπ.), αρκτιδών (αρκούδες κ.λπ.) και άλλων. Παρότι πολλά από τα είδη αυτής της τάξης είναι πράγματι σαρκοφάγα, δεν είναι όλα υποχρεωτικά σαρκοφάγα. Μερικά είναι παμφάγα (αρκούδες, ρακούν κ.λπ.), ενώ συναντάμε ακόμη και φυτοφάγα (γιγαντιαίο πάντα).
Υπάρχει όμως και η διαφορά μεταξύ αρπακτικών και πτωματοφάγων. Παρά το γεγονός ότι και τα δύο είναι σαρκοφάγα, τα πρώτα κυνηγούν ζωντανά θηράματα, ενώ τα δεύτερα τρώνε κυρίως κρέας ή οστά από ήδη νεκρά ζώα. Ένα υποχρεωτικά αρπακτικό, θα ήταν ένα ζώο που η μόνη πηγή τροφής είναι το κυνήγι ζωντανών θηραμάτων (π.χ. πολλά φίδια).
Συχνά, επικρατεί η άποψη ότι όλα τα αιλουροειδή είναι υποχρεωτικά σαρκοφάγα ζώα. Αλλά, είναι όντως; Μια προσαρμογή δεν σημαίνει και εξάρτηση. Το να έχεις προσαρμοστεί σε κάτι, σημαίνει ότι είσαι ιδιαίτερα καλός σε αυτό, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να επιβιώσεις και χωρίς αυτό. Είναι σαφές ότι τα αιλουροειδή είναι προσαρμοσμένα στο να τρώνε κρέας. Έχουν αισθήσεις που τους επιτρέπουν να κυνηγούν αποτελεσματικά, νύχια που τους βοηθούν να πιάνουν θηράματα, μακριά κοφτερά δόντια που τους βοηθούν να ξεσκίζουν τη σάρκα και μικρές σε μήκος πεπτικές οδούς και στομάχια με υψηλό υδροχλωρικό οξύ που τους επιτρέπουν να αποφεύγουν τις μολύνσεις από σάπια σάρκα (παρεμπιπτόντως, καμία από αυτές τις προσαρμογές δεν παρατηρείται στους ανθρώπους, άρα, όσοι ισχυρίζονται ότι οι άνθρωποι είναι σαρκοφάγο είδος, δεν έχουν καμία βιολογική βάση τεκμηρίωσης).
Βέβαια, αυτό σημαίνει μόνο ότι είναι αποτελεσματικοί κρεατοφάγοι στην άγρια φύση, όχι ότι μπορούν να τρέφονται μόνο με κρέας και ότι το χρειάζονται για να επιβιώσουν. Εάν ήταν δυνατόν να λάβουν τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται από άλλες πηγές εκτός από τα ζώα, θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιβιώσουν, δεδομένου ότι η τροφή έχει αλλάξει με τέτοιο τρόπο, ώστε τα βασικά θρεπτικά συστατικά να είναι πλέον βιοδιαθέσιμα σε αυτά (υπό την έννοια ότι μπορούν να απορροφηθούν και να αξιοποιηθούν από τον οργανισμό). Συνεπώς, η εξάρτησή τους από τη σάρκα μπορεί να είναι απλώς συγκυριακή. Στην άγρια φύση, το κρέας από το κυνήγι ή την πτωματοφαγία μπορεί να είναι η καλύτερη πηγή τροφής για τα ζώα σε ορισμένους βιότοπους και περιβάλλοντα, κάτι το οποίο μπορεί να μεταβληθεί βέβαια, εάν μετακινηθούν σε νέα. Εάν μεταναστεύσουν – ή υπάρξει μια μεγάλη αλλαγή στο περιβάλλον – ίσως θα μπορούσαν να αλλάξουν βαθμιαία την εξάρτησή τους από το κρέας, μέχρι το ποσοστό να υποχωρήσει κάτω από το 69% (και να γίνουν πλέον μεσοσαρκοφάγα). Αυτό μπορεί να συμβεί σε οντότητες που αναγκάζονται να επιβιώσουν σε εξαιρετικές συνθήκες ή σε είδη που αναγκάζονται να εξελιχθούν λόγω των περιβαλλοντικών αλλαγών.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η εξάρτηση των υποχρεωτικά σαρκοφάγων από τη ζωική σάρκα ωφείλεται στη συμπεριφορά, και όχι στη μεταβολή. Μπορεί να λένε ότι αυτά τα ζώα είναι προγραμματισμένα να θηρεύουν, οπότε το ένστικτό τους θα τα οδηγεί πάντα στο κυνήγι και στη θανάτωση θηραμάτων. Η κυνηγετική συμπεριφορά λειτουργεί πράγματι πολύ ενστικτωδώς (αν και η σύγχρονη ηθολογία θεωρεί τις περισσότερες συμπεριφορές ως ένα μείγμα προτύπων που βασίζονται στο ένστικτο και την εκμάθηση), πολλά όμως αρπακτικά ζώα μετατρέπονται και σε πτωματοφάγα ζώα, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία. Έτσι, είναι περισσότερο ευέλικτα και ευπροσάρμοστα απ’όσο νομίζουν οι άνθρωποι. Αν βασίζονταν πραγματικά μόνο στο κυνήγι, τα αιλουροειδή δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν στους ζωολογικούς κήπους, όπου εξακολουθούν να τρώνε κρέας, αλλά δεν κυνηγούν πια.
Μπορεί να υπάρχουν όμως αιλουροειδή που τρώνε περισσότερο ζώα από άλλα. Το ποσοστό των αιλουροειδών που στηρίζονται στη σάρκα, είναι ελαφρώς χαμηλότερο από 70%. Υπάρχουν αιλουροειδή που έχουν εξελιχθεί, ώστε να είναι πιο ευέλικτα από άλλα, καθώς ο βιότοπός τους έχει πλέον αλλάξει και οι πηγές των θρεπτικών συστατικών ποικίλουν ολοένα και περισσότερο. Είναι οι οικόσιτες γάτες ένα από αυτά;
Η απάντηση μπορεί κάλλιστα να βρεθεί στην κοινή τους ονομασία: «οικόσιτος». Οι γάτες που ζουν με ανθρώπους δεν είναι λιοντάρια ή τίγρεις. Δεν είναι γατόπαρδοι ή πούμα. Είναι οικόσιτες γάτες του είδους Felis catus, ένα είδος που δημιουργήθηκε από τον άνθρωπο μέσω της τεχνητής επιλογής, όπως είναι και οι οικόσιτοι σκύλοι (Canis familiaris) ή οι οικόσιτες αγελάδες (Bos taurus). Ως εκ τούτου, έχουν υποστεί γενετικές αλλαγές που τους έκαναν να διαφέρουν από τα αντίστοιχα άγρια ζώα της τάξης τους. Αλλαγές στη μορφολογία, στην ανατομία και στη συμπεριφορά. Ακόμη και αλλαγές στον μεταβολισμό παρατηρήθηκαν (οι σκύλοι μπορούν να απορροφήσουν τους υδατάνθρακες πιο εύκολα απ’ότι οι σύγχρονοι λύκοι).
Έχουν εξελιχθεί τόσο οι γάτες μέσω της διαδικασίας εξημέρωσης, ώστε να μην είναι πλέον υποχρεωτικά σαρκοφάγα ζώα (όπως συνέβη με τους σκύλους); Ίσως όχι. Γνωρίζουμε ότι η διαδικασία της εξημέρωσης στις γάτες είναι πιο πρόσφατη (η αρχαιότερη γνωστή ένδειξη για την εξημέρωση μιας αφρικανικής αγριόγατας χρονολογείται περίπου στο 7500–7200 π.Χ.). Οι επιστήμονες πιστεύουν επίσης ότι οι αφρικανικές αγριόγατες, από τις οποίες προέρχονται οι οικόσιτες γάτες, προσελκύστηκαν από τους πρώιμους ανθρώπινους οικισμούς, όπου τα τρωκτικά έτρωγαν ανθρώπινη φυτική τροφή, και όχι την ίδια την τροφή. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι γάτες είναι πιο ανεξάρτητες και, ειδικότερα όταν τους επιτρέπεται να περιφέρονται ελεύθερες, ζευγαρώνουν με όποιον διαλέξουν (και όχι με αυτόν που επιλέγει ο άνθρωπος-σύντροφός τους). Όλοι αυτοί οι παράγοντες υποδηλώνουν ότι οι οικόσιτες γάτες μοιάζουν περισσότερο με τα αρχικά άγρια είδη από τα οποία κατάγονται, παρά με τα οικόσιτα σκυλιά και τους λύκους από τους οποίους εξελίχθηκαν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι πανομοιότυπα. Η διαφορά θα μπορούσε να είναι επαρκής, ώστε να μην εξαρτώνται πλέον κατά 70% από τη σάρκα των ζώων. Εάν τώρα το ποσοστό είναι 69% ή χαμηλότερο, θα σήμαινε από τεχνική άποψη, ότι δεν θα μπορούσαν πλέον να κατατάσσονται στα υποχρεωτικά σαρκοφάγα ζώα. Και εδώ είναι που αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον.
Οι Ειδικοί θα πρέπει να ξέρουν
Είμαι ζωολόγος που ειδικεύεται στη συμπεριφορά των ζώων, αλλά δεν είμαι κτηνίατρος. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα έπρεπε να συστρατεύσω τις γνώσεις μου γύρω από την ζωολογία με την εμπειρογνωμοσύνη των κτηνιάτρων που έχουν μελετήσει το θέμα αυτό για καιρό και έχουν διεξαγάγει έρευνα, για να αξιολογήσουν εάν κάποιος μύθος πρέπει να καταρριφθεί. Και δεν υπάρχει καλύτερος ειδικός σχετικά με το ζήτημα αυτό από τον καθηγητή Andrew Knight. Είναι κτηνίατρος με καταγωγή από την Αυστραλία που τώρα ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο καθηγητής Knight είναι Καθηγητής Ευζωίας και Ηθικής των Ζώων στο Πανεπιστήμιο Winchester, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι επίσης ο ιδρυτικός διευθυντής του Πανεπιστημιακού Κέντρου για την Ευζωία των Ζώων, επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Περιβάλλοντος και Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Griffith (Κουίνσλαντ), είναι μέλος στον Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Kτηνιατρικής Ειδίκευσης (EBVS) και στο Βασιλικό Κολλέγιο Κτηνιάτρων Χειρουργών (RCVS) ως εξειδικευμένος κτηνίατρος με αντικείμενο σπουδών την επιστήμη της Ευζωίας των Ζώων, την Ηθική και το Δίκαιο, Αμερικανός και Εξειδικευμένος Κτηνίατρος Νέας Ζηλανδίας για την Ευζωία των Ζώων, και μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου Κτηνιάτρων Χειρούργων. Είναι ένας ευρέως αναγνωρισμένος ειδικός στον τομέα της κτηνιατρικής όσον αφορά τα οικόσιτα ζώα συντροφιάς με περίπου 150 ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις. Έχει τιμηθεί με 14 βραβεία και 15 ερευνητικές επιχορηγήσεις. Και επίσης είναι ένας vegan με μακρά ιστορία, τον οποίο γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι, τον ρώτησα για το θέμα της σίτισης οικόσιτων γατών με τροφές φυτικής προέλευσης. Μου απάντησε με το ακόλουθο απόσπασμα από μια εργασία του 2016 που συνέγραψε, με τίτλο «Vegetarian versus Meat-Based Diets for Companion Animals»
«Προκειμένου οι σκύλοι και οι γάτες να χαίρουν μιας καλής διαβίωσης σε σύγχρονα, εξημερωμένα περιβάλλοντα – για όσο διαρκεί η τεχνητά αυξημένη διάρκεια ζωής τους – πρέπει να τους παρέχονται τροφές ικανοποιητικά εύγευστες, βιοδιαθέσιμες και διατροφικά πλήρεις, όπως και αρκετά ισορροπημένες. Κάθε είδος και στάδιο της ζωής (π.χ. νεανικό, ενήλικο, εγκυμοσύνης, θηλασμού, γήρατος) απαιτεί ένα συγκεκριμένο προφίλ θρεπτικών συστατικών, με την λήψη των οποίων μπορεί να αποτραπεί ο υποσιτισμός και να βελτιωθεί η διαχείριση άλλων ασθενειών. Αν και πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διασφάλιση επαρκών επιπέδων όσον αφορά ορισμένα θρεπτικά συστατικά, όπως πρωτεΐνες, αμινοξέα (π.χ. ταυρίνη, καρνιτίνη, μεθειονίνη, λυσίνη και τρυπτοφάνη), βιταμίνες (π.χ. βιταμίνες Α, Β3, Β9 και Β12), μέταλλα (π.χ. ασβέστιο, σίδηρος, ψευδάργυρος και χαλκός) και ορισμένα λίπη. Παράλληλα, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι σκύλοι, οι γάτες — και μάλιστα όλα τα είδη — χρειάζονται συγκεκριμένες θρεπτικές ουσίες και όχι συγκεκριμένα συστατικά. Δεν υπάρχει —τουλάχιστον θεωρητικά— κανένας λόγος για τον οποίο οι δίαιτες που αποτελούνται εξ’ ολοκήρου από φυτικά συστατικά, μέταλλα και συστατικά με συνθετική βάση (π.χ. vegan δίαιτες) δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις αναγκαίες γευστικές, βιοδιαθέσιμες και θρεπτικές απαιτήσεις των γατών και των σκύλων.Πράγματι, ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός εμπορικά διαθέσιμων τροφών στοχεύει σε αυτό (δείτε τις λίστες στο τέλος αυτής της ανάρτησης)».
Η βασική ιδέα που πρέπει να γίνει κατανοητή είναι ότι τα ζώα χρειάζονται συγκεκριμένες βασικές θρεπτικές ουσίες, αντί για συγκεκριμένα συστατικά. Αναπτύσσοντας πάνω στη σκέψη αυτή, αυτό σημαίνει ότι τα ζώα δεν έχουν ανάγκη συγκεκριμένες πηγές συστατικών, όπως τα ζώα, τα φυτά, τους μύκητες, τα βακτήρια ή τα φύκη. Χρειάζονται πρωτεΐνες, λίπη, υδρογονάνθρακες, μέταλλα, βιταμίνες κ.λπ. Δεν χρειάζονται φύλλα, πόδια, μίσχους, αυτιά, καρπούς, καρδιές, σπόρους ή κόκαλα. Αντ’αυτού, έχουν ανάγκη από τα θρεπτικά συστατικά που περιέχονται σε αυτά. Έτσι, η κατάταξή τους σε φυτοφάγα, παμφάγα ή σαρκοφάγα ζώα είναι καθαρά συγκυριακή, περισσότερο με βάση το τι τρώνε συνήθως στη φύση, παρά με βάση αυτό που είναι υποχρεωμένα να τρώνε λόγω της βιολογίας τους.
Πώς λειτουργεί η πέψη
Το γεγονός αυτό είναι απολύτως λογικό, όταν γνωρίζει κανείς πώς λειτουργεί η πέψη. Σκοπός της πέψης είναι η διάσπαση της τροφής στα δομικά ιστολόγια της ύλης που χρειάζονται τα ζώα για να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τα χαμένα κύτταρα και τους ιστούς, αλλά και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά τον μεταβολισμό τους. Διαφορετικά πεπτικά συστήματα είναι καλύτερα στο να δράσουν κατ’αυτόν τον τρόπο σε διαφορετικούς τύπους τροφών, αλλά το αποτέλεσμα είναι ένα. Ανεξάρτητα από το αν είστε φυτοφάγος οργανισμός καλύτερα προσαρμοσμένος στην πέψη των φυτών ή σαρκοφάγος καλύτερα προσαρμοσμένος στην πέψη της σάρκας, το προϊόν της πέψης θα είναι το ίδιο: τα δομικά ιστολόγια των πρωτεϊνών (αμινοξέα), το καύσιμο για την παραγωγή ενέργειας (απλοί υδατάνθρακες και λίπη), αλλά και τα στοιχεία και οι απλές χημικές ουσίες για τους σκελετούς, όπως και ένας αποτελεσματικός μεταβολισμός (βιταμίνες και μέταλλα διασπώνται σε βιοδιαθέσιμες μορφές).
Η πέψη διασπά την οργανική ύλη στα επιμέρους συστατικά της, ώστε αυτά με τη σειρά τους να μπορούν να αξιοποιηθούν για την ανοικοδόμηση της βιολογικής ύλης που χρειάζονται τα ζώα. Και αυτή η πέψη πραγματοποιείται σε διαφορετικά μέρη. Στο στόμα, στα στομάχια (μπορεί να είναι περισσότερα από ένα) και στα έντερα (επίσης, περισσότερα από ένας τύπος). Αλλά και έξω από το σώμα. Μέρος της πέψης μπορεί να ξεκινήσει εξωτερικά του σώματος, όταν τα βακτήρια και οι μύκητες αρχίσουν να αποσυνθέτουν τη νεκρή βιολογική ύλη. Και αυτό είναι το κλειδί, γιατί γίνεται φανερό ότι η «τροφή» μπορεί να υποβληθεί σε μια διαδικασία μεταμόρφωσης, ώστε να συμβάλλει στην πεπτική διαδικασία πριν γίνει κατανάλωση.
Αυτό κάνουμε εμείς οι άνθρωποι με τη μαγειρική. Εφαρμόζοντας θερμότητα, προσθέτοντας βακτήρια ή μαγιά (με μεθόδους ζύμωσης), διαλύουμε το φαγητό με εργαλεία (κόψιμο, ανάμειξη κ.λπ.) και προσθέτοντας ακόμα χημικές ουσίες που αλλοιώνουν τις βιολογικές δομές (αλάτι, οξύ, μπαχαρικά κ.λπ.), ξεκινάμε τη διάσπαση της βιολογικής ύλης και την έναρξη της διαδικασίας πέψης «έξω» από το σώμα. Αυτό, λοιπόν, μας επιτρέπει να εκμεταλλευόμαστε ένα ευρύτερο φάσμα διατροφικών πόρων. Και εφόσον μπορούμε να το κάνουμε για να τραφούμε εμείς οι ίδιοι, θα μπορούσαμε να το κάνουμε για να ταΐσουμε και άλλους. Μπορούμε να παρασκευάσουμε τροφή για τα ζώα συντροφιάς μας, στα οποία έχουμε ήδη διασπάσει την ύλη και τους έχουμε διαθέσει τα θρεπτικά συστατικά, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να το κάνουν με το πεπτικό τους σύστημα, εάν είναι κατά κάποιο τρόπο πολύ εξειδικευμένο για την πέψη συγκεκριμένων τύπων τροφών. Εάν το μαγείρεμα λειτουργεί σε εμάς, θα πρέπει να λειτουργεί και σε άλλα είδη. Απλώς, πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι γίνεται σωστά και παράγει τις σωστές απαραίτητες θρεπτικές ουσίες για τα ζώα.
Αυτό κάνουν — ή πρέπει να κάνουν οι εταιρείες που εμπορεύονται τρόφιμα για ζώα συντροφιάς. Μελετούν τις διατροφικές απαιτήσεις των ζώων που τροφοδοτούν, ανακαλύπτουν πηγές για αυτές τις θρεπτικές ουσίες και τις επεξεργάζονται (με το μαγείρεμα, για παράδειγμα), με στόχο να γίνονται καλύτερα εύπεπτες και βιοδιαθέσιμες, καθώς και να τους προσδίδουν γευστικότητα, ώστε να αρέσουν στα ζώα. Και μπορούν να το κάνουν αυτό τώρα για τις οικόσιτες γάτες, χωρίς να χρειαστεί προμήθεια καμίας εκ των βασικών θρεπτικών ουσιών τους από ζωικά προϊόντα.
Ρώτησα τον καθηγητή Knight, εάν τα αμινοξέα, όπως η ταυρίνη (η οποία συχνά αναφέρεται ως θρεπτική απαίτηση για τις γάτες που μπορεί να ληφθεί μόνο από κρέας) που προστίθεται σε αυστηρά χορτοφαγικές τροφές για γάτες, προέρχονται από κρέας ή δημιουργούνται σε εργαστήρια χωρίς την ανάγκη για ζωική σάρκα. Εκείνος αποκρίθηκε ότι: «Ναι, οι vegan δίαιτες χρησιμοποιούν φυτικές, μεταλλικές και συνθετικές πηγές για την κάλυψη των θρεπτικών αναγκών. Δημιουργούνται σε εγκαταστάσεις παρασκευής ζωοτροφών».
Έτσι, όπως οι σύγχρονοι άνθρωποι που ακολουθούν μια vegan δίαιτα προσθέτουν βιταμίνη Β12 στην τροφή τους (είτε ως ενισχυμένη τροφή είτε σε συμπληρώματα) για να διασφαλίσουν ότι δεν τους λείπουν καθόλου θρεπτικές ουσίες, οι vegan τροφές για γάτες από αξιόπιστες εταιρείες έχουν όλες τις αναγκαίες θρεπτικές ουσίες για τις γάτες (συμπεριλαμβανομένης της ταυρίνης, πολυακόρεστα λιπαρά οξέα μακράς αλυσίδας και βιταμίνη Α) για τον ίδιο λόγο. Το επιχείρημα ότι ένας άνθρωπος μπορεί να χαίρει άκρας υγείας με μια ισορροπημένη, ανθρώπινη και αυστηρά χορτοφαγική διατροφή με όλες τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες, ενώ μια γάτα δεν μπορεί να κάνει το ίδιο με μια ισορροπημένη αυστηρά χορτοφαγική διατροφή με όλες τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες, δε βγάζει κανένα νόημα. Εάν όλες οι απαραίτητες θρεπτικές ουσίες υπάρχουν σε βιοδιαθέσιμη μορφή και το φαγητό είναι εύγευστο για όποιον προορίζεται, θα πρέπει να λειτουργεί και στις δύο περιπτώσεις.
Είναι όμως οι κατάλληλες θρεπτικές ουσίες στις vegan τροφές για γάτες, εύγευστες και βιοδιαθέσιμες για τις ίδιες; Ο μόνος τρόπος για να απαντήσουμε σε αυτό, είναι η διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας, για να διαπιστώσουμε αν αυτό ισχύει.
Οι αποδείξεις μιλούν από μόνες τους
Ας ξεκινήσουμε με τη βιοδιαθεσιμότητα (την ικανότητα της να απορροφάται και να αξιοποιείται από τον οργανισμό).
Πρώτα απ ‘όλα, πρέπει να πω ότι μόνο να δίνουμε στις γάτες τα υπολείμματα της δικής μας vegan τροφής, δεν κάνει. Όταν αναφέρομαι σε ένα θρεπτικά ισορροπημένο φαγητό για γάτες, εννοώ τροφή επιστημονικά σχεδιασμένη ειδικά για γάτες, με την προσθήκη όλων των θρεπτικών ουσιών που χρειάζονται οι γάτες. Τροφές που παρασκευάζονται από αξιόπιστες εταιρείες τροφίμων για κατοικίδια ή προσεκτικά φτιαγμένες στο σπίτι με τις σωστές πληροφορίες και συστατικά (ο Jed Gillen έχει συγγράψει ένα χρήσιμο βιβλίο με τίτλο Υποχρεωτικά Σαρκοφάγα που μπορεί να βοηθήσει σε αυτό το κομμάτι). Ο καθηγητής Knight γράφει τα ακόλουθα σχετικά με τις φυτικές τροφές σε ζώα συντροφιάς:
«Αυτού του είδους οι δίαιτες παρέχονται πλήρως ή ως συμπληρώματα που πρέπει να προστεθούν σε (μερικές φορές φθηνότερες) σπιτικές τροφές, για τις οποίες μπορεί να δίνονται συνταγές. Τέτοιες συνταγές είναι επίσης διαθέσιμες σε βιβλία (π.χ. Γάτες και σκύλοι χορτοφάγοι). Ωστόσο, η σπιτική επιλογή αποδεικνύεται λιγότερο δημοφιλής. Σε μια έρευνα των Ευρωπαίων δοκιμαστών αυτών των διαιτών, η ερευνήτρια Semp διαπίστωσε ότι το 39% των συμμετεχόντων ιδιοκτητών σκύλων και γατών χρησιμοποιούσαν μόνο πλήρεις τροφές, το 9% χρησιμοποιούσε μόνο σπιτικές τροφές, ενώ το υπόλοιπο 52% χρησιμοποιούσε κυρίως πλήρεις τροφές, με τακτική προσθήκη κάποιων σπιτικών συστατικών».
Παρόλ’αυτά, εάν υπάρχουν οι σωστές απαραίτητες θρεπτικές ουσίες στη χορτοφαγική τροφή που προσφέρεται σε γάτες, αλλά δεν είναι σε μορφή που οι γάτες μπορούν να τις απορροφήσουν και επεξεργαστούν, σύμφωνα με τις μεταβολικές τους απαιτήσεις, θα καταλήξουμε ότι οι οικόσιτες γάτες που καταναλώνουν μόνο χορτοφαγική τροφή για γάτες, θα ανέπτυσσαν πολλά προβλήματα υγείας που δεν συναντώνται σε γάτες που καταναλώνουν παραδοσιακή τροφή για γάτες. Πρόσφατες μελέτες πραγματοποιήθηκαν που εξετάζουν το ζήτημα αυτό.
Αν και το επάγγελμα του κτηνιάτρου υποστηρίζει γενικά την άποψη ότι οι γάτες δεν μπορούν να αναπτυχθούν με μια αυστηρά χορτοφαγική διατροφή, νέα έρευνα αμφισβητεί αυτή την παραδοσιακή άποψη. Μια μελέτη του 2021 που διεξήχθη στο Κολλέγιο Κτηνιατρικής του Ontario από το Πανεπιστήμιο του Guelph στον Καναδά και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό BMC Veterinary Research, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι γάτες που καταναλώνουν τροφές φυτικής προέλευσης είναι λιγότερο πιθανό να υποφέρουν από μια σειρά δυσμενών συνεπειών για την υγεία, συμπεριλαμβανομένων γαστρεντερικών και ηπατικών ασθενειών, και είχαν καλύτερες βαθμολογίες όσον αφορά την ιδανική κατάσταση σώματος από εκείνες που κατανάλωναν κρέας. Οι ερευνητές (Sarah A.S. Dodd, Cate Dewey, Deep Khosa & Adronie Verbrugghe) ρώτησαν περισσότερους από 1.000 κηδεμόνες γατών σχετικά με τα προβλήματα υγείας των γατών συντρόφων τους και το είδος της τροφής που τους παρείχαν. Συμπέραναν λοιπόν τα εξής:
«Συνολικά 1325 ερωτηματολόγια ήταν σε ικανοποιητικό βαθμό ολοκληρωμένα και άρα μπορούσαν να συμπεριληφθούν. Το μόνο κριτήριο αποκλεισμού ήταν η αποτυχία απάντησης σε όλες τις ερωτήσεις. Οι περισσότερες γάτες, το 65% (667/1026) που αντιπροσωπεύθηκαν στην έρευνα τρέφονταν με βάση το κρέας και το 18,2% (187/1026) τρέφονταν με φυτικές τροφές, με τις υπόλοιπες να συνδυάζουν τη φυτική διατροφή και τη διατροφή με βάση το κρέας (69/1026, 6,7%) ή η τροφή να είναι απροσδιόριστη (103/1026, 10%). Η ηλικία των γατών κυμαινόταν από 4 μήνες έως 23 έτη, με διάμεση ηλικία τα 7 έτη, γεγονός που δεν συσχετίστηκε με τον τύπο διατροφής. Δεν εντοπίστηκαν διαφορές στην αναφερόμενη διάρκεια ζωής ανάμεσα στους τύπους διατροφής. Ένας μικρότερος αριθμός γατών που τρέφονταν χορτοφαγικά σημειώθηκε ότι είχαν γαστρεντερικές και ηπατικές διαταραχές. Επιπρόσθετα, οι γάτες που τρέφονταν χορτοφαγικά αναφέρθηκε ότι είχαν καλύτερες βαθμολογίες με βάση την ιδανική σωματική κατάσταση από τις γάτες που ταΐζονταν με τροφές που έχουν ως βάση το κρέας. Περισσότεροι κάτοχοι γατών που προτιμούσαν τις φυτικές τροφές, ανέφεραν ότι η γάτα τους είναι σε πολύ καλή κατάσταση υγείας».
Το ενδιαφέρον σε αυτό είναι ότι αυτή η μελέτη εξέτασε τα τελικά αποτελέσματα στις ίδιες τις γάτες και τη διατροφή που τους παρεχόταν (μακροζωία και γενικότερη κατάσταση της υγείας σε μακρό χρόνο), που είναι το ιδανικό πρότυπο στην κτηνιατρική παρέμβαση, χωρίς να ελεγχθεί εάν η αυστηρά χορτοφαγική τροφή που δινόταν στις γάτες ήταν θρεπτικά πλήρης. Και όμως, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι «φτωχές» τροφές βασισμένες στα φυτά, δεν βρέθηκαν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις.
Στο παρελθόν, είχε διατυπωθεί η ανησυχία ότι η χορτοφαφική διατροφή σε γάτες μπορεί να τις προδιαθέσει για ασθένειες του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος, καθώς το ουροποιητικό σύστημα μιας γάτας είναι ρυθμισμένο να έχει υψηλή οξύτητα, αλλά τα φυτικά τρόφιμα τείνουν να είναι αλκαλικά. Θυμάμαι ότι ο καθηγητής Knight συνήθιζε να συμβουλεύει τους κηδεμόνες των γατών που ταΐζουν τις συντρόφους τους με πλήρως χορτοφαγικά προϊόντα, να ελέγχουν τακτικά τα ούρα της γάτας τους, σε περίπτωση που ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες και θα μπορούσαν να αναπτύξουν τέτοια προβλήματα. Τώρα τον ρώτησα, αν η νέα έρευνα τον έκανε να αλλάξει γνώμη για την συμβουλή που έδωσε. Απάντησε: «Μέχρι τα τέλη του 2021, η μελέτη των Dodd κ. ά. που δημοσιεύτηκε νωρίτερα φέτος, ήταν η μόνη δημοσιευμένη μελέτη που εξέτασε το ζήτημα αυτό σε μεγάλο δείγμα γατών. Και δε διαπίστωσε αυξημένο κίνδυνο νόσου του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος σε χορτοφαγικές γάτες, σε σχέση με τις γάτες που τρέφονταν με βάση το κρέας. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι η ανησυχία μας για αυτό μπορεί να ήταν αβάσιμη. Η επικείμενη μελέτη μου για την υγεία των vegan γατών έναντι των κρεατοφάγων γατών θα βοηθήσει, ώστε να δωθούν απαντήσεις».
Ας δούμε τώρα τη γευστικότητα. Και πάλι, υπάρχει πρόσφατη έρευνα σχετικά με αυτό, που διεξήχθη αυτή τη φορά από τον ίδιο τον καθηγητή Knight και τον Δρ. Liam Satchell από το Πανεπιστήμιο Winchester, και η οποία επίσης δημοσιεύτηκε το 2021. Εξέτασαν 4.060 κηδεμόνες σκύλων ή γατών, με απώτερο στόχο να προσδιορίσουν τη σημασία που έχει για αυτούς η γευστική τροφή για κατοικίδια, καθώς και τον βαθμό στον οποίο τα ζώα τους εμφάνιζαν συγκεκριμένους δείκτες συμπεριφοράς σχετικά με το αν ήταν ευχαριστημένα με την τροφή που τους προσφερόταν. Η μελέτη συνέκρινε τρεις κύριες διατροφικές ομάδες με αναφορά: στο συμβατικό κρέας (1.178 γάτες), στο ωμό κρέας (64 γάτες) και στην χορτοφαγία (127 γάτες).
Ζητήθηκε από τους κηδεμόνες των γατών να αναφέρουν τον βαθμό στον οποίο πίστευαν ότι η γάτα τους παρουσίαζε δέκα δείκτες συμπεριφοράς (συμπεριλαμβανομένων: της γρήγορης κατάποσης, της σιελόρροιας, της προστασίας του φαγητού ή εξερεύνησης του φαγητού με την όσφρηση). Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία καταδείκνυουν ότι οι διατροφή δεν έπαιξε μεγάλο ρόλο στη συμπεριφορά των γατών όσον αφορά το φαγητό σε αυτό το δείγμα. Εξαίρεση αποτελεί ίσως το γεγονός ότι οι γάτες χορτοφαγίας γλείφουν το φαγητό τους λιγότερο συχνά και οι γάτες με συμβατικές διατροφές αφήνουν περισσότερη τροφή στο μπολ τους. Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι οι δείκτες συμπεριφοράς που μελετήθηκαν δεν διέφεραν σε γενικές γραμμές όταν οι σκύλοι ή οι γάτες τρέφονταν με συμβατικό κρέας, ωμό κρέας και με τροφές φυτικής προέλευσης, υποδηλώνοντας ότι αυτά τα ζώα βρίσκουν τις vegan τροφές τόσο νόστιμες και επιθυμητές όσο και οι άλλες εναλλακτικές.
Επομένως, τα επικαιροποιημένα στοιχεία που διαθέτουμε, δείχνουν ότι η μέση vegan διατροφή που δίνεται στις γάτες, δεν είναι λιγότερο βιοδιαθέσιμη ή εύγευστη για τις γάτες από μια συμβατική δίαιτα με βάση το κρέας. Με άλλα λόγια, δείχνει ότι η vegan διατροφή είναι τόσο υγιεινή και νόστιμη για τις γάτες όσο και για τους ανθρώπους — εφόσον βέβαια προσαρμοστεί ανάλογα σε κάθε είδος. Και για να είμαστε πιο σίγουροι, ο τακτικός έλεγχος των ούρων της γάτας και η ελαφρά τροποποίηση της διατροφής, εάν εντοπιστεί κάποιο πρόβλημα, μπορεί να επιτρέψει σε πολλές γάτες να απολαμβάνουν μια vegan διατροφή, ακόμα κι αν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στην αλκαλική τροφή.
Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι οι οικόσιτες γάτες είναι υποχρεωτικά σαρκοφάγα/υπερσαρκοφάγα;
Όχι, δεν νομίζω ότι μπορούμε. Αν και θεωρητικά μπορεί να είναι, θα μπορούσαν εύκολα να είναι μεσοσαρκοφάγα. Στην πράξη, υπάρχουν πλέον αρκετά στοιχεία ενάντια στην ευρεία δήλωση ότι πρέπει να είναι υπερσαρκοφάγα (70% ή περισσότερο σε εξάρτηση από το κρέας). Αν ήταν, δεν θα επιβίωναν με μια vegan διατροφή (0% τροφή ζωικής προέλευσης), πόσο μάλλον να δείξουν καλύτερα αποτελέσματα υγείας από εκείνες με βάση της διατροφής τους το κρέας (όπως αναφέρεται σε πρόσφατες μελέτες). Αν ήταν, δεν θα προσπαθούσαν να φάνε ούτε φυτική τροφή για γάτες, καθώς οι γάτες είναι πολύ «επιλεκτικές» στο φαγητό και εξακολουθούν να έχουν ένα καλό σύνολο ενστίκτων που τους καθοδηγεί στο τι είναι καλό για αυτές και τι όχι. Αν ήταν υποχρεωτικά αρπακτικά, δεν θα έτρωγαν σε μπολ με ξηρή τροφή που προέρχεται από σακούλα ή υγρή τροφή από κονσέρβα.
Εάν οι οικόσιτες γάτες τα κάνουν όλα αυτά, τι είναι πιο πιθανό, η διαδικασία εξημέρωσης στην οποία έχουν υποβληθεί να τις προσαρμόσει με την μετατροπή τους σε παμφάγα (ή τουλάχιστον σε μεσοσαρκοφάγα ζώα αντί της διατήρησής τους ως υπερσαρκοφάγα), όπως συνέβη ήδη με τους οικόσιτους σκύλους, ή να παραμείνουν τόσο υποχρεωτικά σαρκοφάγα όσο και τα αντίστοιχα άγρια ζώα της τάξης τους; Άλλωστε, έχουμε στοιχεία ότι η εξημέρωση αλλάζει τις ικανότητες διατροφής και ότι οι περισσότερες οικόσιτες γάτες τρώνε τακτικά, αιώνες τώρα, πράγματα που δεν θα είχαν φάει ποτέ πριν στη φύση (π.χ. γάλα από αγελάδες, κρέας ταύρου από συσκευασίες ή κρέας τόνου από κονσέρβες).
Αλλά ακόμα κι αν δεν είμαστε σίγουροι αν έχουν αλλάξει οι βιολογικές προσαρμογές σίτισης με την εξημέρωση, γνωρίζουμε ότι έχει αλλάξει η διατροφική τους συμπεριφορά. Θυμηθείτε ότι οι κηδεμόνες που δίνουν τροφή με βάση το κρέας, συνήθως αυτή δεν προέρχεται από ποντίκια, αρουραίους ή μικρά πουλιά (το φυσικό θήραμα των αρχικών γατών, που πιθανώς ήταν υποχρεωτικά αρπακτικό), αλλά από εντελώς αφύσικες ζωικές πηγές για αυτές. Εάν κατάφεραν να προσαρμοστούν σε μια τέτοια ριζική αλλαγή (επειδή δεν έχει σημασία ποιες είναι οι πηγές, αλλά ποιες είναι οι θρεπτικά ουσίες), γιατί μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε μια θρεπτικά ισορροπημένη διατροφή με βάση τα φυτά (δεδομένου ότι δεν αφορά το ποιες είναι οι πηγές, αλλά ποιες θρεπτικά ουσίες);
Ισχύει λοιπόν ή το ένα ή το άλλο! Μπορεί κανείς, είτε να ισχυριστεί ότι η εξημέρωση δεν έχει προκαλέσει καμία αλλαγή στις γάτες, επομένως εξακολουθούν να είναι υποχρεωτικά αφρικανικά αρπακτικά τρωκτικών πουλιών είτε να αποδεχθεί ότι, εφόσον τώρα μπορούν να επιβιώσουν με ανθρώπινη τροφή από αγελάδες, χοίρους ή ψάρια του ωκεανού, θα μπορούσαν επίσης να επιβιώνουν με τροφές ανθρώπινης δημιουργίας από μη ζωικές πηγές και συμπληρωμένες με τις βασικές θρεπτικές ουσίες ειδικά για τη γάτα (οι οποίες πλέον μπορούν να δημιουργηθούν μέσα σε εργαστήριο). Επιτρέψτε μου να το επαναλάβω: τα ζώα χρειάζονται συγκεκριμένες θρεπτικές ουσίες, αλλά όχι συγκεκριμένα συστατικά ή πηγές τροφής.
Οι υγιείς άνθρωποι ζουν – και αναπαράγονται – πολλά χρόνια με θρεπτικά ισορροπημένες φυτικές τροφές που έχουν τα σωστά συμπληρώματα θρεπτικών ουσιών. Η ύπαρξή τους αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι δεν είναι υποχρεωτικά σαρκοφάγα, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Επίσης, οι υγιείς οικόσιτες γάτες ζουν – και αναπαράγονται – πολλά χρόνια με διατροφικά ισορροπημένες φυτικές τροφές που έχουν τα σωστά συμπληρώματα θρεπτικών ουσιών. Η ύπαρξή τους αποδεικνύει ότι οι οικόσιτες γάτες μπορεί τελικά να μην είναι υποχρεωτικά σαρκοφάγα (με την έννοια που χρησιμοποιούν εκείνοι που αντιτίθενται στη χορτοφαγική διατροφή τους).
Οι οικόσιτες γάτες μπορεί να είναι περισσότερο σαρκοφάγα ζώα από τους σκύλους, αλλά με την εφεύρεση της θρεπτικά ισορροπημένης φυτικής τροφής για γάτες (με προσθήκη ταυρίνης, αργινίνης, βιταμίνης Α, αραχιδονικού οξέος και των υπόλοιπων βασικών θρεπτικών ουσιών), μπορεί να μην είναι πλέον υποχρεωτικά σαρκοφάγα, όπως ήταν κάποτε. Ειδικά τώρα που οι οικολογικές και χορτοφαγικές τροφές για κατοικίδια είναι σε άνοδο, υπάρχει και μεγαλύτερη πιθανότητα η εμπορική vegan τροφή για γάτες να είναι πλήρης θρεπτικά.
Όλα βασίζονται στα διαθέσιμα στοιχεία.
«Με καταγωγή από την Καταλονία, αλλά κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου για αρκετές δεκαετίες, ο Jordi είναι ένας vegan ζωολόγος και συγγραφέας, ο οποίος έχει εμπλακεί σε διάφορες πτυχές της προστασίας των ζώων εδώ και πολλά χρόνια. Εκτός από την επιστημονική έρευνα, έχει εργαστεί κυρίως ως μυστικός ερευνητής, σύμβουλος για την καλή διαβίωση των ζώων και ακτιβιστής για την προστασία των ζώων. Είναι ηθικός vegan από το 2002 και το 2020 εξασφάλισε τη νομική προστασία όλων των ηθικών vegan στη Μεγάλη Βρετανία εξαιτίας διακρίσεων σε μια υπόθεση ορόσημο του εργατικού δικαστηρίου που συζητήθηκε σε όλο τον κόσμο. Είναι επίσης ο συγγραφέας του βιβλίου «Ηθικός vegan: ένα προσωπικό και πολιτικό ταξίδι για την αλλαγή του κόσμου».
Μετάφραση: Παναγιώτα Μαυρουδή & Ιωάννα Ασπρούδη, από την ομάδα Respond Crisis Translation
** Στις φωτογραφίες εντός της ανάρτησης (πέραν του εξωφύλλου δηλαδή), η γάτα μου, Τσίφκη, ετών 8 – που τρώει βίγκαν τροφή από τα 3 της κι οι εξετάσεις της είναι πάντα εξαιρετικές, μάλιστα πέρσι μας είπαν οι κτηνίατροι ότι με τέτοιες εξετάσεις θα περίμεναν να είναι νεότερης ηλικίας.